Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Η άρνηση του Βενέδικτου

Η άρνηση του Βενέδικτου

Ανακοίνωση της FdCA

Ο Δρ Joseph Ratzinger, αλλιώς Πάπας Βενέδικτος XVI, απόλυτος κυρίαρχος του Κράτους της πόλης του Βατικανού, και η υψηλότερη θρησκευτική αρχή της Ρωμαϊκής Αποστολικής Εκκλησίας, επίσκοπος Ρώμης, αρνήθηκε πρόσκληση (που του απευθύνθηκε από έναν κοσμήτορα που κυνηγά την καθολική ψήφο) για τη διοργάνωση συνέντευξης Τύπου στο πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης την ημέρα των εγκαινίων του νέου ακαδημαϊκού έτους. Η ομιλία του επρόκειτο να ακολουθήσει τη διάλεξη των εγκαινίων, η οποία κατά παραδοσιακό τρόπο γίνεται από έναν από τους καθηγητές του πανεπιστημίου.

Μια καλά-ενορχηστρωμένη προβοκάτσια

Ο κοσμήτορας του πανεπιστημίου Sapienza σκόπευε αρχικά να επιτρέψει στον Ratzinger να κάνει τη διάλεξη των εγκαινίων, με την οποία θα περιγράφονταν τα σχέδια διδασκαλίας και έρευνας εκ μέρους του πανεπιστημιακού προσωπικού για το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, αλλά αντιμετώπισε την αντίσταση του ακαδημαϊκού σώματος, παρέπεμψε το θέμα συμμετοχής του Benedict σε μια διάσκεψη (όπου δεν επιτρέπονται ερωτήσεις) που γίνεται μετά τη διάλεξη των εγκαινίων, αλλά ακόμα ως μέρος της τελετής των εγκαινίων για το ακαδημαϊκό έτος.

Η αντίδραση των αντικληρικαλιστών: Προσωπικό και φοιτητές

Σε ένα κλίμα που εδώ και κάποιο χρόνο έχει χαρακτηρισθεί από συνεχείς παρεμβάσεις για τις πολιτικές ελευθερίες, το προσωπικό και οι φοιτητές του πανεπιστημίου εξεγέρθηκαν ενάντια στην πρωτοβουλία, λέγοντας ότι η φυσιογνωμία του πάπα χρησιμοποιείται από ορισμένα στοιχεία του ακαδημαϊκού προσωπικού του Ρωμαϊκού αυτού πανεπιστημίου. Και ενώ η υπεράσπιση της ελεύθερης σκέψης πήρε τη μορφή αντικληρικαλιστικών συζητήσεων και δραστηριοτήτων για μια εβδομάδα, άλλοι (όπως ο πρώην κομμουνιστής δημοσιογράφος και επαγγελματίας συκοφάντης Giuliano Ferrara) ξεσήκωσαν τους οπαδούς τους και οργάνωσαν την προσευχή για να προστατεύσει τον πάπα. Οι φοιτητές κατέλαβαν την κύρια αίθουσα συνεδριάσεων του πανεπιστημίου, ενώ τα μέλη του κινήματος «Κοινότητα και Απελευθέρωση» προσευχήθηκαν... σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα φαγητού και σε μια φοιτητική εστία.

Ο Βενέδικτος XVI αποσύρεται

Δεδομένου του αρνητικού κλίματος, ο Ratzinger αρνήθηκε την πρόσκληση να μιλήσει στο πανεπιστήμιο της Ρώμης, για «να μην προκαλέσει αδικαιολόγητο πρόβλημα». Τώρα όλοι αυτοί της παρέας του… ιερέα της ενορίας της Ιταλίας Romano Prodi και μερικοί άλλοι «συμπαθητικοί τύποι» εξανίστανται, παραπονούμενοι για την παραβίαση της ελευθερίας της σκέψης, αλλά ξεχνούν το Άρθρο 7 του Ιταλικού Συντάγματος όπου δηλώνεται ότι το Κράτος και η Καθολική Εκκλησία είναι μεν οντότητες κυρίαρχες αλλά ανεξάρτητες μεταξύ τους. Τότε, αυτό σημαίνει ότι ο πάπας πρέπει να παρουσιάσει το πρόγραμμα διδασκαλίας και έρευνας μόνο των καθολικών πανεπιστημίων και να αφήσει τα δημόσια πανεπιστήμια να φροντίσουν τα προγράμματά τους μόνα τους.

Ο Βενέδικτος XVI στο πανεπιστήμιο: Ας τον προσκαλέσουμε

Υπάρχουν τώρα οι σωστές συνθήκες για να προσκαλεστεί ο πάπας - εάν θελήσει, φυσικά - σε μια συζήτηση, μια διάσκεψη ή μια διάλεξη, μαζί με τον ραβίνο της Ρώμης, επικεφαλείς άλλων Εκκλησιών, ηγέτες άλλων θρησκειών και εκπροσώπους φιλοσοφικών ενώσεων. Όταν οι φιλόσοφοι, οι θεολόγοι, οι μελετητές και οι θρησκευτικοί ηγέτες πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο, ο Δρ Joseph Ratzinger θα ήθελε να τους μιλήσει για τη βιοηθική; Τότε ας τον προσκαλέσουν εκείνοι που ασχολούνται με τη νομική, την ιατρική, τη βιολογία. Μήπως ήθελε να μιλήσει για την ειρήνη; Τότε θα είναι η Σχολή Πολιτικών Επιστημών που θα έπρεπε να τον προσκαλέσει. Και όταν τελικά πραγματοποιήσει την επιφανή του επίσκεψη, τότε ο κοσμήτορας μπορεί να απευθύνει την ομιλία υποδοχής του. Και κανένας δεν θα αντιταχθεί.

Το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι ένα μέρος όπου οι ιδέες μπορούν να συζητιούνται, όπου κάθε ομιλία ή διάλεξη ανοίγει ένα διάλογο. Οι ημέρες των από καθέδρας δηλώσεων στο πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης έχουν παρέλθει προ πολλού. Η επιστήμη, ο πολιτισμός και η εκπαίδευση πρέπει είναι ελεύθερες – και μόνο αυτές αυτός μπορεί να είναι κοσμικές. Και κανένας πάπας δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό.

16 Γενάρη 2007

Εθνική Γραμματεία της
FEDERAZIONE DEI COMUNISTI ANARCHICI

Ομοσπονδία των Κομμουνιστών Αναρχικών

* Δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 17 Γενάρη 2008.

Αναρχοκομμουνισμός στις κοινότητες

Αναρχοκομμουνισμός στις κοινότητες

2ο Εθνικό Εργαστήριο της FdCA

«Υποστηρίζοντας την αντίσταση στην πολιτική του καπιταλισμού της επίθεσης και εκμετάλλευσης της υπαίθρου και οικοδομώντας την ελευθεριακή εναλλαγή».

Η FdCA οργάνωσε το 2ο Εθνικό Εργαστήριο για την αναρχική κομμουνιστική δουλειά στην τοπική κοινότητα, στις 18 Νοέμβρη 2007, στο Laboratorio Sociale («Κοινωνικό Εργαστήριο») «La Talpa» στη Ρώμη. Στο Εργαστήριο συζητήθηκε η αναρχική κομμουνιστική τακτική στην τοπική κοινότητα και το παρακολούθησαν μέλη της FdCA καθώς και άλλοι σύντροφοι από διάφορες περιοχές της χώρας (Abruzzi, Λάτσιο, Λομβαρδία, Marches, Τοσκάνη και Σικελία). Αυτό που ακολουθεί είναι το συμπέρασμα του Εργαστηρίου.

Η καπιταλιστική εκμετάλλευση της υπαίθρου συνεχίζεται αδυσώπητη, έχοντας επιπτώσεις στις πόλεις και κωμοπόλεις μας. Η περιβαλλοντική και δομική εκμετάλλευση συνεχίζεται σε όλη την έκταση του επαρχιακού δικτύου και επίσης των γύρω περιοχών.

Η έκτακτη ανάγκη κατοικίας, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η καταστροφή της επαρχίας ως αποτέλεσμα της δράσης ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων και επιχειρησιακών καρτέλ καθώς και του μιλιταρισμού, λεηλατούν τη γη και τους δημόσιους πόρους, συμβάλλοντας σε βαθιές αλλαγές που πραγματοποιούνται στη σχέση μεταξύ του ρυθμού ζωής μας και της χρήσης της γης, στη σχέση μεταξύ της οικονομικής αυτονομίας των εργαζομένων, των πολιτών και των κατοίκων και της ευκαιρίας του να αποκτήσουμε πρόσβαση στα κοινά αγαθά και τις υπηρεσίες που ιδιωτικοποιούνται όλο και περισσότερο και αποσπώνται από τον συλλογικό έλεγχο της κοινωνίας.

Όσο χαμηλότερη είναι η δύναμη της προσπάθειας απόκτησής τους εκ μέρους μας μαζί με την επακόλουθη άνοδο των αναγκών των εργαζομένων και των οικογενειών τους, τόσο πιο απρόσιτα γίνονται τα δικαιώματά μας, οι υπηρεσίες και τα σχέδιά μας για μια καλύτερη ζωή, εκτός αν είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το κόστος των θυσιών και του οικονομικού εκβιασμού.

Αυτή η επίθεση στις συνθήκες διαβίωσής μας, αυτή η συλλογική εξασθένηση, μπορεί μόνο να είναι επιτυχής εάν αποτελεί μέρος μιας γενικότερης πολιτιστικής και πολιτικής εξασθένησης με σκοπό να διαχωριστούν τα κοινά μας συμφέροντα για να κονιορτοποιηθεί η θέλησή μας για συμμετοχή και να εξυψωθεί ο ατομικισμός σε βάρος της αλληλεγγύης.

Κατά συνέπεια, υποβαλλόμαστε στις ασταμάτητες, συχνά ρατσιστικές, εκστρατείες των ΜΜΕ που κηρύσσουν την ανάγκη για επιπρόσθετη ασφάλεια, καταβάλλοντας προσπάθεια να αποδοθεί κάθε επίπληξη για την κοινωνική δυσαρέσκεια σε ορισμένα τμήματα του λαού, ειδικότερα στους μετανάστες, με στόχο τη διαμάχη μεταξύ τους.

Αυτή η επίθεση εκ μέρους του καπιταλισμού γίνεται ολοένα ευκολότερη από το γεγονός ότι η καθεστωτική αριστερά, που αναστατώνεται εσωτερικά από την κρίση ταυτότητάς της και της υποταγής της και στην αντιπολίτευση και την κυβέρνηση, είναι και απροετοίμαστη και καιροσκοπική. Αυτή η κατάσταση καταπολεμείται μόνο μερικώς από τα διάφορα κινήματα που αρχίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις σε τοπικό επίπεδο, αλλά συχνά κατορθώνουν να συνδεθούν με άλλα κινήματα σε τέτοια έκταση ώστε ν’ αποκτήσουν αντίκτυπο σε εθνικό επίπεδο.

Εντούτοις η κοινωνική αντιπολίτευση, δείχνει μια εκπληκτική ικανότητα δράσης και στις πόλεις - όπου η δυσαρέσκεια είναι πιο εμφανής – καθώς και σ’ εκείνα τα μέρη της χώρας όπου η αυξανόμενη μιζέρια αποκρύπτεται ακόμα ώς έναν ορισμένο βαθμό. Βασίζεται σε αιτήματα για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών και για δικαιώματα όπως το δικαίωμα στην κατοικία, την υγειονομική περίθαλψη και ουσιαστικές υπηρεσίες για τον καθένα, συμπεριλαμβανόμενων και των μεταναστών. Καταδεικνύει μια συχνά πεισματώδη εμμονή στην επιδίωξη της ικανοποίησης των βασικών αναγκών, με τη βοήθεια της υπομονετικής εργασίας που στοχεύει στην αναδιαμόρφωση των ατομικών δικαιωμάτων σε συλλογικά δικαιώματα, τα οποία δεν περιορίζονται σε οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα και που υπερβαίνουν τα διάφορα απλά αιτήματα.

Η υπεράσπιση της υπαίθρου και των φυσικών της πόρων από τις τρελές προσταγές του καπιταλισμού, που περιέχει βέβαια τον κίνδυνο υπεράσπισης απλώς της κατάστασης ως έχει, αποτελεί ένδειξη ανάπτυξης των ανησυχιών για την ευημερία των κοινών μας πόρων καθώς και μια αυξανόμενη απόρριψη της «ανάπτυξης» που αυτήν την περίοδο εφαρμόζεται σε μας, μιας ανάπτυξης που δεν εγγυάται την υγεία όλων, ενδιαφερόμενη μόνο για τη δημιουργία κέρδους από τους λίγους.

Όλη αυτή η κίνηση πρέπει να υποστηριχτεί με την πολιτιστική και πολιτική δουλειά που μπορεί να αντιπαλέψει την αυξανόμενη άνοδο της Δεξιάς και των επακόλουθων ιδεών και πρακτικών ρατσιστικής, φυλετικής και αυτονομιστικής βίας, μέσω της οποίας θα μπορούσαμε πάρα πολύ εύκολα να καταπνίξουμε το κοινό αίσθημα και να δημιουργήσουμε εμπόδια μεταξύ των εργαζομένων διαφορετικής προέλευσης. Ο αντιφασισμός δεν πρέπει να περιορίζεται στις ελάχιστες επίσημες τελετές και γεγονότα που διοργανώνονται από το κράτος: πρέπει να αποκτήσει μια νέα πολιτική πιεστικότητα σ’ έναν συνεχή αγώνα ενάντια στον απολυταρχισμό, έναν αγώνα που για να είναι επιτυχής πρέπει να τόσο ευρύς όσο και ενωτικός σαν ένα μέτωπο εάν είναι δυνατό. Ίσης σπουδαιότητας είναι και η υπεράσπιση της κοσμικής κοινωνίας και η απόρριψη των θρησκευτικών, πολιτιστικών και εθνικιστικών ταυτοτήτων, η συγκρότηση χώρων όπου οι άνθρωποι να μπορούν να απολαμβάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ελευθερία και όπου οι συλλογικές αποφάσεις να είναι ικανές να βοηθήσουν στην επανοικοδόμηση ενός κοινωνικού ιστού που να χαρακτηρίζεται από ελευθερία, αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια.

Αντιμετωπίζοντάς τα, όλα αυτά μπορεί να φαίνονται διαφορετικά σε κάθε περιοχή, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλώς οι διαφορετικές πτυχές της ίδιας μάχης, μια μάχη που επιδιώκει να επανακτήσει την ταξική αυτονομία και να ενθαρρύνει έναν ελευθεριακό προγραμματισμό για το μέλλον, τη μόνη εναλλακτική λύση στην αδελφοκτόνα βαρβαρότητα στην οποία σερνόμαστε από τον καπιταλισμό μέσω της διαίρεσης, της καταστολής και του βομβαρδισμού από τα ΜΜΕ.

Επομένως, η δουλειά μας ως μαχητών της FdCA καθώς και ως αναρχικών και ελευθεριακών αγωνιστών, θα πρέπει να στοχεύσει στα:

  • Επιδίωξη του προσδιορισμού και ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής και ταξικής φύσης πολλών από τους αγώνες μας στα πλαίσια της κοινότητας, επισήμανση της ταξικής φύσης της πολιτικής εκμετάλλευσης και διαχείρισης της γης που θεσπίζεται από διάφορες εξουσίες, ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών διαχείρισης της γης βασισμένες στην καθιέρωση και ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών, με την άμεση συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερόμενων στον προγραμματισμό.
  • Επιδίωξη της εγγύησης της οριζόντιας και σε επίπεδο βάσης φύσης των κινημάτων, αντιδρώντας στην επιρροή των λόμπι και την τάση αντιπροσώπευσης που οδηγούν μόνο σε νέες ηγεσίες και στην αλλαγή μιας ομάδας πολιτικών ηγετών με μια άλλη, πολιτικών που έχουν χρησιμοποιήσει τα κινήματα αυτά ως αφετηρία της πολιτικής τους σταδιοδρομίας.
  • Επιδίωξη της ομοσπονδιοποίησης των αγώνων, ανάπτυξη αυτοδιευθυνόμενων δομών και κινημάτων, επιδιώκοντας νέες συμμαχίες που θα εξασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή πρωτοβουλία σε επίπεδο βάσης.

Για την ελευθεριακή εναλλαγή

FEDERAZIONE DEI COMUNISTI ANARCHICI
Ομοσπονδία των Κομμουνιστών Αναρχικών

Η FdCA ευχαριστεί τους συντρόφους του Laboratorio Sociale «La Talpa» στη Ρώμη για τη φιλοξενία και για την πολύτιμη συμβολή τους στην όλη συζήτηση.

* Δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 30 Νοέμβρη 2007.

Το Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο, Άμστερνταμ 1907

Το Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο, Άμστερνταμ 1907

To PDF της μπροσούρας

Η πλέον πρόσφατη μπροσούρα της Federazione dei Comunisti Anarchici (FdCA- Ομοσπονδία των Κομμουνιστών Αναρχικών) στη σειρά «Μελέτες για μια Ελευθεριακή Εναλλαγή» («Studies for a Libertarian Alternative») στην αγγλική γλώσσα είναι τώρα διαθέσιμη και στο διαδίκτυο. Στην μπροσούρα με τίτλο «Το Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο, του Άμστερνταμ του 1907» («The International Anarchist Congress, Amsterdam 1907») περιέχονται αναφορές και διάλογοι στα πλαίσια των εργασιών του Συνεδρίου του Άμστερνταμ του 1907 που σχετίζονται με τα πιο σημαντικά ζητήματα της εποχής: τη στάση των αναρχικών στο (τότε) νέο φαινόμενο του συνδικαλισμού καθώς και το ζήτημα της αναρχικής οργάνωσης.

Η μπροσούρα «Το Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο, του Άμστερνταμ του 1907» εκδόθηκε από τον Maurizio Antonioli. Σ’ αυτή καταγράφεται η ιστορία του Διεθνούς αυτού Αναρχικού Συνεδρίου, που διεξήχθη στο Plancius Hall του Άμστερνταμ, από τις 26 έως τις 31 Αυγούστου 1907. Φέτος κλείνουν 100 χρόνια από τη διεξαγωγή αυτού του αρκετά σημαντικού για το διεθνές αναρχικό κίνημα Συνεδρίου.

Το προηγούμενα από αυτό Αναρχικό Συνέδριο ήσαν αυτό του 1881 στο Λονδίνο, που αποτέλεσε προσπάθεια επανασύστασης της παλαιάς Α’ Διεθνούς, αν και εγκαινιαζόταν τότε η περίοδος της λεγόμενης «αναρχικής τρομοκρατίας», η οποία απομάκρυνε το αναρχικό κίνημα από τις εργαζόμενες μάζες.

Κατά την περίοδο ανάμεσα στο 1881 και το 1907 συνέβησαν αρκετές και δραματικές αλλαγές στο εργατικό κίνημα. Αυτή την περίοδο, πάντως, οι αναρχικοί τοποθετήθηκαν απόλυτα έξω από την σφαίρα της εργατικής τάξης, αν και μερικοί ελάχιστοι σύντροφοι παρέμειναν στο πλευρό των εργαζομένων. Όταν το αναρχικό κίνημα κατάλαβε σε κάποια στιγμή ότι έπρεπε να θέσει ένα τέλος στην απομόνωσή του, το αποτέλεσμα ήταν να συγκληθεί το Διεθνές αυτό Συνέδριο στο Άμστερνταμ στο οποίο έπρεπε να συζητηθούν τα πιο σημαντικά ζητήματα της εποχής: τη στάση των αναρχικών στο (τότε) νέο φαινόμενο του συνδικαλισμού καθώς και το ζήτημα της αναρχικής οργάνωσης.

Στην εισαγωγή του, στο βιβλίο «Dibattito sul sindacalismo: Atti del Congresso Internazionale anarchico di Amsterdam (1907)» (που εκδόθηκε στην ιταλική γλώσσα το 1978), ο ιστορικός του κινήματος της εργατικής τάξης Maurizio Antonioli, εξετάζει τη διαδικασία που οδήγησε στο Συνέδριο του Άμστερνταμ καθώς και τη σπουδαιότητά του όσον αφορά το εργατικό αλλά και το αναρχικό κίνημα της εποχής. Μετέπειτα, ο Antonioli παραθέτει τις διάφορες αναφορές σε αναρχικά έντυπα της εποχής σχετικά με το Συνέδριο, συνθέτοντας την πιο ολοκληρωμένη εργασία σχετικά με το Συνέδριο, ενώ παραθέτει και την όλη συζήτηση που κράτησε 6 μέρες.

Εδώ παρουσιάζεται η εισαγωγή του Antonioli μαζί με μια συντομευμένη έκδοση του υπόλοιπου βιβλίου του, έχοντας συμπεριλάβει μέρος της συζήτησης και κάποιων εισαγωγικών ομιλιών. Αργότερα, ευελπιστούμε να συμπεριλάβουμε όλο το βιβλίο. Οι σημειώσεις είναι του αυθεντικού κειμένου. Αγγλική μετάφραση Nestor McNab.

Η χωρητικότητα του PDF είναι 215 Kb και μπορείτε να το κατεβάσετε download από την σχετική είδηση που δημοσιεύεται στο www.anarkismo.net Για παραγγελία της έντυπης μορφής της μπροσούρας ελάτε σε επαφή με την FdCA στο internazionale@fdca.it, ή με το ταχυδρομείο γράφοντας στη διεύθυνση Alternativa Libertaria, CP 27, 61032 Fano (PU), Italy. Για τις άλλες μπροσούρες της σειράς, επισκεφθείτε το αγγλικό τμήμα της ιστοσελίδας της FdCA στο www.fdca.it/fdcaen

* Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», 29 Νοέμβρη 2007.

Η ιστορική διαδρομή της FdCA

Ομοσπονδία των Κομμουνιστών Αναρχικών (FdCA)

Η ιστορική διαδρομή της FdCA

Στο κείμενο αυτό παρουσιάζεται εν συντομία και περιεκτικά η ιστορική διαδρομή η οποία οδήγησε στην ίδρυση της Federazione dei Comunisti Anarchici (FdCA – Ομοσπονδία των Κομμουνιστών Αναρχικών) της σημερινής αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης στην Ιταλία η οποία εμπνέεται και δρα σύμφωνα με την παράδοση και τις αρχές του «πλατφορμιστικού» ρεύματος του αναρχικού κομμουνισμού. Το κείμενο αυτό βασίστηκε στην χρονολογική ιστορία της FdCA, που υπάρχει στην ιστοσελίδα της www.fdca.it με τον τίτλο «FdCA’s Timeline». Δεν περιλαμβάνονται εδώ όλα όσα αναφέρονται στο «FdCA’s Timeline», αλλά τουλάχιστον τα βασικότερα σημεία της ιστορικής αυτής διαδρομής μέχρι σήμερα.

Αρχικά, στο διάστημα 1973-1975 δρούσε σε περιοχές της Ιταλίας το Coordinamento Nazionale Lavoratori Anarchici (Εθνικό Συντονιστικό Αναρχικών Εργατών) το οποίο - αν και διαλύθηκε χωρίς να αφήσει κάποια πιθανότητα για μετέπειτα οργανωτικές προσπάθειες των αναρχοκομμουνιστών της Ιταλίας – οδήγησε στη συγκρότηση της Organizzazione Anarchica Pugliese (OAP - Αναρχική Οργάνωση της Απουλίας) που είχε μέλη στις πόλεις Μπάρι, Φότζια. Μπαρλέττα. Μολφέττα, Μπισέγκλιε, Αλταμούρα,. Τάραντο και Παλατζιάνο. Κάποια στιγμή, το 1976, η OAP αποφάσισε να επεκταθεί και έξω από τα όρια της επαρχίας της και μετονομάστηκε σε Organizzazione Rivoluzionaria Anarchica (ORA – Επαναστατική Αναρχική Οργάνωση) με στόχο να συντελέσει στη δημιουργία μιας πανεθνικής αναρχοκομμουνιστικής οργάνωσης του πλατφορμιστικού ρεύματος.

Στις 2 Μάη 1976, έγινε στο Μπάρι το 1ο Περιφερειακό Συνέδριο της ORA. Δύο χρόνια αργότερα, στις 15-16 Απρίλη 1978 έγινε στο Μπάρι το 1ο Εθνικό Συνέδριο της ORA και στις 4-5 Νοέμβρη, στην ίδια πόλη, το 2ο Εθνικό Συνέδριο. Και τα δύο αυτά Συνέδρια ασχολήθηκαν με την περαιτέρω ανάπτυξη της οργάνωσης. Τον επόμενο χρόνο (1979), συγκαλείται το 3ο Εθνικό Συνέδριο της ORA από το οποίο συγκροτούνται τμήματα της οργάνωσης στις περιοχές Απουλία, Εμίλια-Ρομάνα, Λομβαρδία και Καμπανία. Στις 20 Γενάρη 1980, συγκαλείται στη Μόντενα σύσκεψη της ORA Βόρειας Ιταλίας, αλλά την επόμενη μέρα, λόγω εσωτερικών διαφωνιών, συγκαλείται Έκτακτη Εθνική Συνέλευση της οργάνωσης. Στις 25-26 Απρίλη 1980, στο Μπάρι, γίνεται το 4ο Εθνικό Συνέδριο της ORA, όπου επαναχαράσσεται ο στόχος για μια πανεθνική αναρχοκομμουνιστική οργάνωση.

Παράλληλα, στις 8-9 Μάη 1980, στη Φλωρεντία, γίνεται το 1ο Συνέδριο της Unione dei Comunisti Anarchici Toscani (UCAT – Ένωση Κομμουνιστών Αναρχικών Τοσκάνης), η οποία είναι το αποτέλεσμα της συγχώνευσης των Gruppo Comunista Anarchico di Firenze (Κομμουνιστική Αναρχική Ομάδα Φιρένζε) και Organizazione Comunista Libertaria di Lucca (Ελευθεριακή Κομμουνιστική Οργάνωση Λούκα). Στις 25-26 Μάη 1980, συγκαλείται και οργανώνεται στη Νάπολι (Καμπανία) από το Gruppo Anarchico Louise Michel (Αναρχική Ομάδα «Λουίζ Μισέλ») η 1η Αναρχική Διάσκεψη Νοτιοκεντρικής Ιταλίας στην οποία συμμετέχει και η ORA. Λίγες μέρες μετά (31 Μάη), η ORA αποφασίζει σε σύσκεψη των εκπροσώπων των τμημάτων της, στη Σουζάρα της Λομβαρδίας, να συναντηθεί με την UCAT σε επίσημο επίπεδο. Αυτό γίνεται στις 12-13 Ιούλη 1980 στη Φλωρεντία.

Στο μεταξύ, στις 2 Αυγούστου, στην Μπολόνια, σημειώνεται το γνωστό μακελειό από τους φασίστες. Η ORA δημοσιεύει δήλωση στον Τύπο και κινητοποιείται. Στις 27 του ίδιου μήνα σημειώνεται επίθεση ενάντια στο μέλος της ORA και της συνδικαλιστικής CGIL Λορέντζο Σκιαβόνε, ο οποίος πυροβολείται πέντε φορές στα πόδια, από μέλη ης τοπικής Καμόρα, εξαιτίας της δράσης του. Στις 6 Σεπτέμβρη συνεδριάζουν στο Μπάρι οι εκπρόσωποι των τμημάτων της ORA.

Επίσης, έχει συγκροτηθεί Δίκτυο Αναρχικών Κομμουνιστών στη Λομβαρδία, που συγκαλεί μια Συνέλευση στις 21 Σεπτέμβρη 1980 στην Κρεμόνα, στην οποία συμμετέχουν τα τοπικά τμήματα της ORA και άλλες τοπικές ομάδες. Μετά από μια βδομάδα (28 του μήνα), γίνεται στο Μπάρι το 1ο Συνέδριο της Περιφερειακής Προσωρινής Ομοσπονδίας του Μπάρι. Στις 4 Οκτώβρη, συγκαλείται στη Νάπολι η 2η Αναρχική Διάσκεψη Νοτιοκεντρικής Ιταλίας με συμμετοχή της ORA. Στις 11-12 Οκτώβρη, ξανά στο Μπάρι, έχουμε το 1ο Συνέδριο του τμήματος του Μπάρι της ORA. Οι επαφές της ORA με άλλες τοπικές ομάδες συνεχίζονται.

Στις 27 Νοέμβρη 1980 έχουμε μεγάλο σεισμό που προκαλεί εκτεταμένες ζημιές σε χωριά των περιοχών Καμπανία και Λικουνία. Η ORA κινητοποιείται για τη συγκρότηση αντιγραφειοκρατικών δικτύων βοήθειας από τη βάση για να τεθούν στην υπηρεσία των σεισμοπαθών. Στις 6 Δεκέμβρη η ORA συναντιέται με την Organizazione Comunista Libertaria (Ελευθεριακή Κομμουνιστική Οργάνωση) από το Λιβόρνο. Την επόμενη μέρα, γίνεται το 3ο Συνέδριο της UCAT. Στις 15 του μήνα η ORA συναντιέται με την Federazione Anarchica Bolognese (Αναρχική Ομοσπονδία Μπολόνιας) που είναι μέλος της FAI.

Το Γενάρη του 1981 η Gruppo Comunista Anarchico (Αναρχική Κομμουνιστική Ομάδα) της Κρεμόνας προσχωρεί στην ORA. Στις 18 Γενάρη 1981, η ORA συναντιέται στην Κρεμόνα με την UCAT, όπου αποφασίζεται κοινή δράση σε εκδοτικές και άλλες πρωτοβουλίες. Στις 7 Φλεβάρη, στη Γένοβα-Πέγκλι (Λιγουρία) γίνεται συνάντηση της ORA με την ομάδα του περιοδικού «Solidarietu Operaia» («Εργατική Αλληλεγγύη»). Τον ίδιο μήνα αρχίζει δοκιμαστική έκδοση τη αναρχοκομμουνιστικής εφημερίδας «Il Punto» από την ORA στο Μπάρι.

Αλλά, τα περισσότερα μέλη των τμημάτων Εμίλια-Ρομάνα και Καμπανία εγκαταλείπουν την ORA και συγκροτούν το Partito Anarchico Italiano (PAI - Αναρχικό Κόμμα Ιταλίας), μια οργάνωση που αποτυγχάνει να προσελκύσει στους κόλπους της τα άλλα μέλη της ORA. Νέα συνάντηση ORA-UCAT στις 7 Μάρτη στη Φλωρεντία. Στις 12 Απρίλη, στην Κρεμόνα γίνεται το 1ο Συνέδριο της Περιφερειακής ORA Κρεμόνας. Η ORA συμμετέχει σε Εθνική Διάσκεψη Εργατών, Εκπροσώπων και Ομάδων Βάσης, στις 23-24 Μάη, στη Γένοβα-Πέγκλι, οργανωμένη από το «Solidarietu Operaia». Τον Ιούνη γίνεται νέα συνάντηση ORA-UCAT στη Σουζάρα. H ORA συνεχίζει τις διάφορες επαφές της και στις 26 Σεπτέμβρη 1981 συμμετέχει σε συνάντηση ελευθεριακών κομμουνιστικών ομάδων των περιφερειών Γένοβα, Σαβόνα και Ιμπέρια, όπου εξετάζονται διάφορα συνδικαλιστικά, οργανωτικά και άλλα θέματα. Επίσης, συμμετέχει σε διάσκεψη αναρχικών από τη συνδικαλιστική CGIL στις 4 Οκτώβρη στη Μόντενα, όπου συμμετέχουν και οι UCAT και η Organizazione Comunista Libertaria του Λιβόρνο. Συμετέχει ακόμα, στη 4η Αναρχική Διάσκεψη Νοτιοκεντρικής Ιταλίας που συγκαλείται στις 17-18 Οκτώβρη στο Σπεζάνο-Αλμπανέζε, ενώ συνεχίζει τις συναντήσεις με την UCAT.

Στις 5,6 και 7 Δεκέμβρη 1981, στην Κρεμόνα, η ORA συγκαλεί το 5ο Εθνικό της Συνέδριο. Εκεί διακηρύσσεται εκ νέου ο στόχος για μια πανεθνική αναρχοκομμουνιστική οργάνωση και αποφασίζεται η πολιτική στρατηγική της οργάνωσης. Αποφασίζεται να γίνει η εφημερίδα «Il punto della lotta di classe» το επίσημο όργανο της οργάνωσης. Η ORA διαθέτει τμήματα στις επαρχίες Απουλία, Λομβαρδία, Μάρτσες και Εμίλια.

Καθώς για τα χρόνια 1982-1984 δεν υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία στην ιστοσελίδα, περνάμε στο 1985. Στις 2 Φλεβάρη 1985, συγκαλείται κοινή συνέλευση των Federazione Comunista Libertaria Ligure (FCLL – Ελευθεριακή Κομμουνιστική Ομοσπονδία Λιγουρίας), ORA, Partito Anarchico Italiano (PAI) και Unione dei Comunisti Anarchici Toscani (UCAT) όπου αποφασίζεται η αποδοχή του ντοκουμέντου «I comunisti anarchici e l’ organizzazione di massa» («Οι κομμουνιστές αναρχικοί και οι μαζικές οργανώσεις») ως επίσημο κοινό ντοκουμέντο των οργανώσεων αυτών. Οι οργανώσεις αυτές εισέρχονται πλέον σε διαδικασία ενοποίησης.

Στις 9 με 10 Φλεβάρη γίνεται στη Φλωρεντία το συνέδριο της UCAT όπου επικυρώνεται η διαδικασία ενοποίησης με την ORA, αντικείμενο που εξετάζεται εκ νέου στις 25 Μάρτη σε κοινό συνέδριο των δύο οργανώσεων στην Μπολόνια. Συγκροτείται Επιτροπή Ενοποίησης. Στις 21 Απρίλη, γίνεται νέα επαφή των ORA, UCAT, FCLL και PAI. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου, οι ORA και UCAT συναντιούνται ξανά στην Μπολόνια όπου αποφασίζεται κοινή δράση σε διάφορα ζητήματα. Στις 6-7 Ιούλη στη Φλωρεντία γίνεται ένα ακόμα συνέδριο της UCAT όπου συζητιέται ξανά το ζήτημα της ενοποίησης. Στις 18 του ίδιου μήνα, οι ORA και UCAT συναντιούνται στο Πέζαρο με αντιπροσωπεία του ιρλανδικού Workers Solidarity Movement (WSM – Κίνημα Εργατική Αλληλεγγύης, αναρχοκομμουνιστική πλατφορμιστική οργάνωση). Οι κοινές συναντήσεις ORA και UCAT συνεχίζονται και το Σεπτέμβρη στη Μόντενα και τον Οκτώβρη στην Κρεμόνα (αυτή τη φορά και με την Coordinamento Comunista Anarchici – CCA – Συντονιστικό Κομμουνιστών Αναρχικών) από το Φάνο.

Στις 26 και 27 Οκτώβρη 1985 γίνεται στην Κρεμόνα το Ενοποιητικό Συνέδριο των ORA και UCAT, που είναι γνωστό και ως 1ο Συνέδριο της μελλοντικής FdCA. Υιοθετούνται θεωρητικά και στρατηγικά ντοκουμέντα. Αποφασίζεται να χρησιμοποιείται το όνομα ORA/UCAT για ένα χρόνο. Εκλέγεται Συμβούλιο Εκπροσώπων και Εθνική Γραμματεία από 3 μέλη από τις τοποθεσίες Λούκα, Κρέμα και Πέζαρο. Τμήματα και μέλη υπάρχουν στις επαρχίες-περιφέρειες Τουσκάνη, Λομβαρδία, Απουλία, Μάρτσες και Βένετο. Τελικά, η CCA από το Φάνο αποφασίζει να μη γίνει μέλος της νέας οργάνωσης. Τους αμέσως επόμενους μήνες συνέρχονται το Συμβούλιο Εκπροσώπων, η Εθνική Γραμματεία και η Εργατική Επιτροπή και αποφασίζουν διάφορα οργανωτικά και άλλα θέματα.

Το 1986 βρίσκονται σε εξέλιξη εσωτερικές διαδικασίες οργανωτικής και στρατηγικής συγκρότησης της οργάνωσης, με σύσταση και συνεδρίαση των διαφόρων Επιτροπών, ενώ η ORA/UCAT συμμετέχει σε εργατικούς και αντικληρικούς αγώνες, συνέδρια ελευθεριακών, συνδικαλιστικών οργανώσεων, δικτύων κ.λπ. Στις 4 Ιούνη 1986 πεθαίνει ο Ουμπέρτο Μαρτζόκι σε ηλικία 86 χρόνων στη Σαβόνα (ο οποίος πολέμησε στην Ισπανία το 1936-1939 και διετέλεσε γραμματέας της IFA – Διεθνούς των Αναρχικών Ομοσπονδιών). Στις 1-2 Νοέμβρη συγκαλείται στην Κρεμόνα το 2ο Συνέδριο της ORA/UCAT όπου αποφασίζεται το όνομα FdCA. Υιοθετείται ακόμα η Πολιτική Στρατηγική, οι Γενικές Θέσεις και η εσωτερική λειτουργία. Αποφασίζεται το περιοδικό «Homo Sapiens – materiali della sinistra libertaria» να γίνει το επίσημο όργανο της FdCA. Εκλέγεται 3μελής Εθνική Γραμματεία με μέλη από τις τοποθεσίες Λούκα, Φλωρεντία και Πέζαρο. Τμήματα και μέλη υπάρχουν στις επαρχίες Τουσκάνη, Λομβαρδία, Απουλία, Μάρτσες, Βένετο και Πιεντεμόντιο. Στις 30 Δεκέμβρη αντιπροσωπεία της FdCA πηγαίνει στην Ιρλανδία και συναντιέται με το WSM.

Το 1987 συνεχίζεται η εσωτερική οργανωτική και εξωτερική δουλειά της Ομοσπονδίας. Στις 18 Ιούλη 1987, η FdCA συναντιέται με τη Organizzazione Comunista Libertaria Livorno (OCL – Ελευθεριακή Κομμουνιστική Οργάνωση Λιβόρνο) στη Λούκα (Τουσκάνη). Τον Αύγουστο κυκλοφορεί το Νο 0 του Homo Sapiens. Από τον ίδιο μήνα, σε διαδικασία ενοποίησης με την FdCA μπαίνουν και οι PAI και OCL.

Το Μάρτη του 1988 η FdCA συνάπτει σχέσεις με την Organisation Socialiste Libertaire (OSL – Ελευθεριακή Σοσιαλιστική Οργάνωση) από την Ελβετία και τη Union des Travailleurs Communistes Libertaires (UTCL – Ένωση Ελευθεριακών Κομμουνιστών Εργατών) από τη Γαλλία. Στο μεταξύ, στις 14 Απρίλη πεθαίνει στο Susernes της Γαλλίας ο Ντανιέλ Γκερέν σε ηλικία 83 χρόνων. Στις 25 Απρίλη συγκαλείται στη Μόντενα διεθνής διάσκεψη από τις FdCA, PAI, OCL, UTCL (Γαλλία) και OSL (Ελβετία) με θέμα την (τότε) παρούσα πολιτική και οικονομική κατάσταση και το ρόλο των αναρχικών κομμουνιστών σε Ιταλία και Ευρώπη. Τον Νοέμβρη γίνεται νέα συνάντηση FdCA και OCL στο Λιβόρνο, αλλά και με FCLL στη Τζένοα-Πέγκλι.

Στις 29 Αυγούστου 1989, το PAI αποφασίζει να συμμετάσχει σε περιβαλλοντική εκλογική συμμαχία με το όνομα Arcobaleno και, ως εκ τούτου, να διακόψει κάθε επαφή και σχέση με τη FdCA και άλλες παρόμοιες οργανώσεις σε Ιταλία και διεθνώς.

Στις 25-25 Νοέμβρη 1989 γίνεται στη Φλωρεντία το 1ο Οργανωτικό Συνέδριο της FdCA. Στις 1-3 Δεκέμβρη αντιπροσωπεία της FdCA συμμετέχει στο 11ο Συνέδριο της ισπανικής CGT.

Στις 1-2 Φλεβάρη 1991 η FdCA συμμετέχει σε συνέδριο στη Μαδρίτη οργανωμένο από τη CGT για το αυτόνομο, ανεξάρτητο και επαναστατικό συνδικαλισμό στις συγκοινωνίες. Συνάντηση FdCA και CGT γίνεται ξανά στις 7 του ίδιου μήνα στη Φλωρεντία. Στις 5 Μάη γίνεται συνάντηση μεταξύ FdCA και OCL στη Λούκα, όπου γίνεται συζήτηση για το ρόλο του περιοδικού «Comunismo Libertario». Στις 13 Ιούλη η Εθνική Γραμματεία της FdCA συζητά την ενοποίηση με την OCL και στις 30 του ίδιου μήνα γίνεται νέα συνάντηση μεταξύ των δύο οργανώσεων. Το Σεπτέμβρη γίνονται περιφερειακά συνέδρια της οργάνωσης σε Βόρεια και Κεντρική Ιταλία και τον Οκτώβρη στη Νότια.

Στις 7-8 Μάρτη 1992 συνέρχεται στο Λιβόρνο το 3ο Συνέδριο της FdCA, όπου αποφασίζεται η ενοποίηση με την OCL, η οποία γίνεται Τμήμα FdCA Λιβόρνο. Το περιοδικό «Comunismo Libertario» γίνεται το επίσημο όργανο της FdCA. Αποφασίζεται η Εθνική Γραμματεία να εκδίδει το «Agencia di informazione». Αποφασίζεται η Πολιτική Στρατηγική, εκλέγεται νέα Εθνική Γραμματεία από 3 μέλη από Φλωρεντία και Πέζαρο. Τμήματα και μέλη υπάρχουν στις επαρχίες Τουσκάνη, Λομβαρδία, Μάρτσες, Βένετο και Φρίουλι.

Τον Μάη του 1992 αρχίζουν επαφές και γίνεται κοινή εκδήλωση στη Φλωρεντία με το Monimento Anarchico Fiorentino (MAF). Στις 4 Μάη και 4 Ιούλη 1993 στη Φλωρεντία συνέρχονται τα 2ο και 3ο οργανωτικά Συνέδρια της οργάνωσης αντίστοιχα. Στις 24 Σεπτέμβρη ιδρύεται Τμήμα της FdCA στην Πίζα.

Στις 14-16 Μάη 1994 συνέρχεται στη Φλωρεντία το 4ο Συνέδριο της FdCA, όπου αποφασίζονται το Πρόγραμμα για τα κοινωνικά κινήματα, η αναρχοκομμουνιστική παρέμβαση για το συνταγματικό ζήτημα και η αναρχοκομμουνιστική παρέμβαση στις μαζικές οργανώσεις. Εκλέγεται νέο Συμβούλιο Εκπροσώπων και 4μελής Εθνική Γραμματεία. Τμήματα και μέλη υπάρχουν στις επαρχίες Τουσκάνη, Λομβαρδία, Μάρτσες, Βένετο και Φρίουλι.

Στις 9 Οκτώβρη 1994 καλείται στη Φλωρεντία Έκτακτο Συνέδριο στο οποίο μέλη από τα Τμήματα Λιβόρνο, Λούκα και Πίζα αποχωρούν από την FdCA. Η πλειοψηφία του συνεδρίου απορρίπτει πρόταση των αποχωρησάντων να μετατραπεί η οργάνωση σε οργάνωση σύνθεσης με μη θεωρητική και τακτική ενότητα ή συλλογική υπευθυνότητα. Το περιοδικό «Comunismo Libertario» περνάει στους αποχωρήσαντες. Τα επόμενα χρόνια, οι περισσότεροι από αυτούς περνούν στη FAI (Federazione Anarchica Italiana – Αναρχική Ομοσπονδία Ιταλίας). Εκλέγεται νέα 3μελής Εθνική Γραμματεία. Τον ίδιο μήνα η Εθνική Γραμματεία επανεξετάζει την πολιτική ανάλυση της οργάνωσης. Στις 29 Δεκέμβρη γίνεται συνάντηση με την Alternative Libertaire (Ελευθεριακή Εναλλαγή) από τη Γαλλία.

Στις 15 Γενάρη 1995 νέο επίσημο όργανο της οργάνωσης γίνεται το «Alternativa Libertaria» («Ελευθεριακή Εναλλαγή»).

Στις 11 Φλεβάρη διοργανώνεται στην Αλταμούρα από τον τοπικό εκδοτικό οίκο «Torre di Nebbia» ομιλία σχετικά με τον αναρχικό κομμουνιστή Sante Cannito, όπου συμμετέχει και η FdCA με ομιλητή τον Donato Romiro. Ο Sante Cannito πέθανε το 1994 σε ηλικία 96 χρόνων. Συμμετείχε στην έκδοση της ιταλικής αναρχικής εφημερίδας της Νέας Υόρκης «Il Martello», της οποίας εκδότης ήταν ο Carlo Tresca. Στις δεκαετίες του 1970 και 1980 ο Sante Cannito έμενε στην επαρχία της Απουλίας και συμμετείχε ενεργά στην ORA.

Το Μάρτη του ίδιου χρόνου γίνεται συνάντηση με εκπροσώπους του ιρλανδικού WSM στη Φλωρεντία. Στις 10-13 Αυγούστου στο Jura της Ελβετίας η εκεί OSL οργάνωσε τις «Διεθνείς Ελευθεριακές Κομμουνιστικές Μέρες» και στις 13-20 στη Ρουέστα της Ισπανίας συγκαλείται διεθνής (πλατφορμιστική κυρίως) συνάντηση και οι δύο με συμμετοχή της FdCA. Επίσης, αυτό το διάστημα έχουν ξαναρχίσει επαφές και σχέσεις με μέλη της ομάδας του «Comunismo Libertario» (πρώην οργάνου της ομοσπονδίας), ενώ υπάρχουν και συναντήσεις με το Circolo Papini (Ομάδα Παπίνι) από το Φάνο. Τον Οκτώβρη εμφανίζεται το Νο 0 του «Alternativa Libertaria». Στις 4 Οκτώβρη ιδρύεται το Τμήμα Φάνο/Πέζαρο, στο οποίο συμμετέχουν και μέλη του Circolo Papini και το νέο Τμήμα ονομάζεται «Νέστορ Μάχνο».

Στις 30-31 Μάρτη 1996 στη Λυών της Γαλλίας γίνεται διεθνής συνάντηση με συμμετοχή των Alternative Libertaire (Γαλλία), OSL (Ελβετία), WSM (Ιρλανδία), SAC (Σουηδία), CGT (Ισπανία) και FdCA. Νέα διεθνής συνδικαλιστική συνάντηση στις 21 Ιούνη στη Φλωρεντία με FdCA, Unicobas και SLAI-Cobas (ιταλικά συνδικάτα βάσης), CGT (Ισπανία) κ.λπ. Στις 10-13 Αυγούστου στο Jura της Ελβετίας η εκεί OSL και η Alternative Libertaire οργάνωσε τις «Διεθνείς Ελευθεριακές Κομμουνιστικές Μέρες» 1996 που γίνονται «θεσμός». Αρχίζει η λειτουργία της ιστοσελίδας www.fdca.it

Στις 6 Γενάρη 1997 πεθαίνει σε ηλικία 93 χρόνων στη Καρράρα ο Ugo Mazzucchelli. Στις 13-14 του ίδιου μήνα, συνέρχεται το 5ο Συνέδριο της FdCA, όπου υιοθετείται το Μίνιμουμ Πρόγραμμα των Αναρχικών Κομμουνιστών με την Πολιτική Στρατηγική και τις Γενικές Τακτικές, η «Alternativa Libertaria».αποφασίζεται ως το επίσημο όργανο, εκλέγεται νέα 3μελής Εθνική Γραμματεία από Φλωρεντία και Πέζαρο και υπάρχουν Τμήματα και μέλη στις επαρχίες Τουσκάνη, Λομβαρδία, Μάρτσες και Φρίουλι.

Την 1η Φλεβάρη 1998 το 4ο οργανωτικό Συνέδριο στη Ρώμη. Στις 20 Οκτώβρη πεθαίνει στη Φλωρεντία ο Pier Carlo Masini (γνωστός στον ελλαδικό χώρο από τη μετάφραση και έκδοση του βιβλίου «Αναρχικοί και κομμουνιστές στο κίνημα των συμβουλίων στην Ιταλία» εκδ. «Ελεύθερος Τύπος»).

Στις 11 Γενάρη 1999 πεθαίνει στο Μιλάνο ο καλλιτέχνης Fabrizio De Andre σε ηλικία 60 χρόνων, ο οποίος ήταν αγαπητός στους κύκλους της FdCA.

Στις 31 Μάρτη 2001 στη Μαδρίτη γεννιέται η International Libertarian Solidarity (ILS – ή SIL στα ισπανικά – Διεθνής Ελευθεριακή Αλληλεγγύη) διεθνές δίκτυο κυρίως αναρχοκομμουνιστικών πλατφορμιστικών ομοσπονδιών κ.λπ. συν τις CGT και Red Libertaria Apoyo Mutuo από την Ισπανία, CNT από τη Γαλλία (όχι το τμήμα της IWA) και SAC από τη Σουηδία. Στις 22-24 Ιούνη 2001 γίνεται στην Τζένοα, το 1ο Φεστιβάλ της «Alternativa Libertaria»/FdCA στους χώρους του Κοινωνικού Κέντρου Πινέλλι, με ομιλίες, συζητήσεις, εκθέσεις, βιντεοπροβολές, συναυλίες και πολλά άλλα.

Στις 20 Γενάρη 2002 συνέρχεται στη Φλωρεντία το 7ο Οργανωτικό Συνέδριο της FdCA.

Στις 2 Φλεβάρη 2003, σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Εκπροσώπων της FdCA στη Φλωρεντία, αποφασίζεται, ανάμεσα στα άλλα, η έκδοση του πολιτικο-πολιτιστικού-καλιτεχνικού 6μηνιαίου περιοδικού «Antipodi», η μετατροπή του «Alternativa Libertaria» σε ηλεκτρονικό δελτίo πληροφόρησης και η συνέχιση της σειράς εκδόσεων μπροσoυρών με το γενικό τίτλο «Quaderni di Alternativa Libertaria» («Τετράδια της Alternativa Libertaria»). Στις 2 Μάη 2003 ανακτάται το μεγαλύτερο μέρος των αρχείων της ORA και τοποθετείται στα γραφεία της FdCA στο Φάνο.

Στις 26-29 Ιούνη γίνεται στο Πορντενόνε το 3ο Φεστιβάλ της Alternativa Libertaria με διάφορες εκδηλώσεις. Στο ίδιο γεγονός συναντιέται το Γραφείο Διεθνών Σχέσεων της FdCA και αποφασίζεται να δημιουργηθεί η πολυγλωσσική ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας. Συναντιούνται, ακόμα, οι γυναίκες-μέλη της οργάνωσης. Στις 5 Ιούλη 2003, πάλι στο Πορντενόνε, σε αντιρατσιστικό φεστιβάλ, το μέλος της FdCA Lino Roveredo γίνεται στόχος επίθεσης από μέλη των λεγόμενων «disobbedienti». Στις 12-14 Σεπτέμβρη η FdCA οργανώνει στη Φλωρεντία την 1η Έκθεση Βιβλίου. Στις 21 του ίδιου μήνα το Συμβούλιο Εκπροσώπων αποφασίζει πιο στενές σχέσεις με ομάδες-μέλη της FAI σε τοπικό επίπεδο καθώς και με την ομάδα Socialismo Rivoluzionario από την Ασίζη. Στις 21 Δεκέμβρη ιδρύεται Τμήμα της FdCA στο Παλέρμο της Σικελίας.

Στις 19-20 Ιούνη 2004 στην Κρεμόνα συνέρχεται το 6ο Συνέδριο της FdCA. Συζητούνται οι Γενικές Τακτικές των αναρχικών κομμουνιστών, υιοθετείται επίσημα το «Antipodi» ως 6μηνιαίο όργανο και το «Alternativa Libertaria» ως ηλεκτρονικό δελτίo πληροφόρησης, εκλέγεται η Εργατική Επιτροπή, νέα Επιτροπή Διεθνών Σχέσεων, νέο Συμβούλιο Εκπροσώπων, νέα Εθνική Γραμματεία με 3 μέλη από Φάνο και Τζένοα, ενώ Τμήματα και μέλη λειτουργούν στις επαρχίες Τουσκάνη, Λομβαρδία, Μάρτσες, Λιγουρία, Λάτσιο, Σικελία, Φρίουλι, Εμίλια και Απουλία καθώς και στη Γαλλία, Ελβετία και Πορτογαλία.

Στις 24 Απρίλη 2005 το Συμβούλιο Εκπροσώπων αποφασίζει για σύνδεση με τη νέα (τότε) παγκόσμια πολυγλωσσική αναρχική κομμουνιστική πλατφορμιστική anarkismo.net

Στις 16 Ιούλη γίνεται γνωστό ότι δημιουργείται νέα ομάδα στο Τρεβίζο σε στενή σύνδεση με την FdCA Πορντενόνε.

Την 1η Οκτώβρη 2006 έχουμε στην Κρεμόνα το 6ο Συνέδριο της FdCA. Στο Συνέδριο αυτό, γίνεται ενημέρωση του ντοκουμέντου της Βασικής Στρατηγικής, του Προγράμματος και άλλων εσωτερικών ντοκουμέντων. Εκλέγεται νέο Συμβούλιο Εκπροσώπων, νέα 3μελής Εθνική Γραμματεία από Κρέμα, Φάνο και Πέζαρο, ενώ Τμήματα και μέλη λειτουργούν στις επαρχίες Καλαβρία, Εμίλια, Φρίουλι, Λάτσιο, Λιγουρία, Λομβαρδία, Μάρτσες, Απουλία, Τουσκάνη, Σικελία και Βένετο καθώς και σε Ελβετία και Πορτογαλία.

Φυσικά, η FdCA όλα αυτά τα χρόνια συμμετέχει ή οργανώνει, είτε μόνη της είτε σε συνεργασία με άλλες αναρχικές και γενικά ελευθεριακές συλλογικότητες, συνδικάτα της βάσης, τοπικούς συνδέσμους κ.λπ., πλήθος δραστηριοτήτων και άλλων εκδηλώσεων, όπου προωθεί ξεκάθαρα τις αρχές της αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης με βάση την πλατφορμιστική παράδοση, ενώ αναπτύσσει επαφές και συνεργασίες με διάφορες άλλες παρόμοιες ή παραπλήσιες, ιδεολογικά και πρακτικά, ομοσπονδίες ομάδες και οργανωτικά σχήματα άλλων χωρών.

Μετάφραση και σύνθεση κειμένου «Ούτε θεός-ούτε αφέντης» Ιούλης 2007.

Για τη διάλυση του Κράτους

Η βασική στρατηγική της FdCA

Για τη διάλυση του Κράτους

Το ντοκουμέντο που ακολουθεί έχει τον τίτλο Βασική Στρατηγική και ασχολείται με το ζήτημα της διάλυσης του Κράτους. Υιοθετήθηκε από το τελευταίο Εθνικό Συνέδριο (7ο) της Ομοσπονδίας των Κομμουνιστών Αναρχικών (Federazione dei Comunisti Anarchici – FdCA), που έγινε τον Οκτώβρη του 2006 στην Κρεμόνα (βόρεια Ιταλία). Είναι δε το ένα από τα τέσσερα Ντοκουμέντα που υιοθετήθηκαν στο εν λόγω Συνέδριο.

Πριν ασχοληθούμε με το ζήτημα της Μεταβατικής Περιόδου, η αναρχική κομμουνιστική πολιτική οργάνωση πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσει τη θέση της σχετικά με τις διάφορες αντιλήψεις οι οποίες προβλέπουν το τέλος του Αστικού Κράτους (Bourgeois State) ως του αποτελέσματος μιας πολιτικής και θεσμικής ρήξης που προκαλείται από μια επιτυχή προλεταριακή επανάσταση, όχι μόνο από την άποψη της ορολογίας, αλλά και από την άποψη της βασικής στρατηγικής της.

Εμείς πηγαίνουμε πέρα από αντιλήψεις περί «κατάργησης του Κράτους» ή περί «καταστροφής του Κράτους» καθώς αυτές υποδηλώνουν δύο επιλογές όσον αφορά το τέλος του Κράτους που βασίζονται στη βίαιη δράση μιας ομάδας επαγγελματιών πολιτικών και στην αμεσότητα ή την ορμητική φύση αυτής της δράσης.

Διαμετρικά αντίθετοι στις δύο αυτές αντιλήψεις, είμαστε το ίδιο αντίθετοι και σε δύο άλλες αντιλήψεις που, συνήθως, ακολουθούν τις πρώτες δύο: αυτές του «μαρασμού του Κράτους» και της «εξαφάνισης του Κράτους». Πηγαίνουμε, επίσης, πέρα από τις δύο αυτές αντιλήψεις καθώς, η μεν πρώτη αφορά μια ολοκληρωτικά αντικειμενική μηχανική διαδικασία που οδηγεί στην εξαφάνιση του Κράτους η δε δεύτερη περικλείει μια περισσότερο σταδιακή φύση για την ίδια διαδικασία.

Ενώ στις δύο πρώτες αντιλήψεις πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα ανάληψης βίαιης δράσης από μια πολιτική μειονότητα ενάντια στο Κράτος εάν δεν υπάρχει πραγματική προλεταριακή αυτο-οργάνωση, όσον αφορά τις δύο τελευταίες αντιλήψεις πιστεύουμε ότι η εξαφάνιση του Κράτους είναι αδύνατον να είναι μια αυθόρμητη και αυτόματη διαδικασία, χωρίς επαναστατική δράση που να έχει αναληφθεί από την υποδεέστερη (κοινωνικά) εργατική τάξη προς αυτό το καθήκον.

Η αναρχική κομμουνιστική επιλογή ως η βασική μας στρατηγική, είναι η αντίληψη της «διάλυσης του Κράτους» - η πολιτική και οικονομική δράση της οργάνωσης της προλεταριακής αυτονομίας η οποία επιζητεί να καταστήσει αδύνατη την επανασύσταση του Κράτους και να εξαλείψει κάθε βάση για την επαναδημιουργία του σε κοινωνικό επίπεδο.

Επομένως, η διάλυση του Κράτους είναι η τελική πράξη μιας διαδικασίας η οποία έχει ήδη γεννηθεί και αναπτυχθεί μέσα σε μια κοινωνία διαχωρισμένη σε τάξεις και σε πλήρη αντίθεση με αυτή, κάτι που σηματοδοτεί την οριστική και συνολική ρήξη ανάμεσα στο εξουσιαστικό ταξικό σύστημα, από τη μια, και της αναρχικής κομμουνιστικής κοινωνίας από την άλλη.

Η διάλυση του Κράτους είναι, επομένως, η καταστροφή των δομών και όλου του μηχανισμού της κυριαρχίας, και το πέρασμα από μια κοινωνία διαχωρισμένη σε τάξεις σε μια αναρχική κομμουνιστική κοινωνία. Κάνει πραγματικότητα τους επαναστατικούς στόχους της απαλλαγής των νομικών, στρατιωτικών και διευθυντικών θεσμών με τους οποίους λειτουργεί η ταξική κοινωνία στην κατεύθυνση της υιοθέτησης κομμουνιστικών μεθόδων παραγωγής, διανομής και κοινωνικής λειτουργίας κάτω από τον έλεγχο των αυτοδιευθυνόμενων προλεταριακών δομών μέσω ενός ομοσπονδιακού και απελευθερωμένου τρόπου που θα έρθει στη ζωή.

Δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net και www.ainfos.ca Ελληνική μετάφραση «Ούτε θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, 25 Δεκέμβρη 2006.

Για ένα κίνημα κατά του νεοφιλελευθερισμού,

F.d.C.A.

FEDERAZIONE dei COMUNISTI ANARCHICI

7ου Εθνικού Συνεδρίου – Κρεμόνα, 1η Οκτωβρίου 2006

τελικό ντοκουμέντο

Για ένα κίνημα κατά του νεοφιλελευθερισμού,
Για μια ελευθεριακή εναλλαγή

1. Η ερχόμενη δεκαετία

Μια λυσσαλέα αντίδραση έχει εξαπολυθεί από τα κράτη σε όλο τον κόσμο ενάντια στους κοινωνικούς, εργατικούς και πολιτικούς αγώνες που διεξάγονται από τα κινήματα αντίστασης στο νεοφιλελευθερισμό από τα τέλη του 20ού αιώνα, με μια επακόλουθη γενική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης σε βάρος των εκατομμυρίων των προλεταρίων που υποδουλώνονται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Διάφορες τάσεις φαίνεται ότι χαρακτηρίζουν την ερχόμενη δεκαετία:

Α) μια τάση συνέχισης της οικονομίας ως καθοριστικού παράγοντα, β) μια τάση αναδιοργάνωσης του εργατικού δυναμικού σε μονάδες εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης, γ) μια τάση συγκεντροποίησης του μονοπωλιακού τομέα καταστρέφοντας περισσότερο τον κοινωνικό πλούτο και την εργασία, δ) μια τάση συγκρότησης μιας νευραλγικής δομής αποτελούμενης από παραγωγικούς πόλους που περιβάλλονται από εκμεταλλευόμενες περιοχές και ε) μια τάση χρησιμοποίησης του μιλιταρισμού και του εθνικισμού για την τροφοδότηση κατάστασης πολέμου που καταστρέφει οποιαδήποτε ελπίδα ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού και των εκμεταλλευόμενων τάξεων να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους και να ανακτήσουν την αυτονομία τους. Στην πραγματικότητα, με τα διάφορα οικονομικά σκάνδαλα να έχουν ήδη πεθάνει, φαίνεται ότι έχουμε μια αναγέννηση της καπιταλιστικής οικονομίας για άλλη μια φορά και μαζί με αυτό μια νομισματική πολιτική με σκοπό να καταπνίξει οποιαδήποτε οικονομική ανάκαμψη καθώς και τη γέννηση ενός επεκτατικού κύκλου, μέσω σειράς αύξησης των επιτοκίων, των πιστώσεων, των κάθε είδους πιέσεων και της κοινωνικής σιωπής.

Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη τα αντιπαραγωγικά αποτελέσματα της επισφάλειας (precarity) στην παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα, είναι προφανές ότι βιώνουμε:

μια ανασύνθεση του εργατικού δυναμικού σε κατώτερες και ιδιαίτερες μορφές προκειμένου να ενισχυθεί ο ανεφοδιασμός και ο ανταγωνισμός σε μακροοικονομικό επίπεδο (διεύρυνση Ευρ. Ένωσης, επανεισαγωγή των MERCOSUR και ASEAN, κρίση στον ΠΟΕ κ.λπ.) καθώς επίσης και συγκέντρωση της παραγωγής σε διεθνή μονοπώλια (βιομηχανία μηχανών, τηλεπικοινωνίες, αγροχημικά/φαρμακευτικά είδη κ.λπ.), τα οποία ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ενός νευραλγικού δικτύου (γεωγραφικών) περιοχών και των διαδρόμων κεφαλαίου και πρώτων υλών μέσω των οποίων μπορούν να αναπτυχθούν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, εξαντλώντας με αυτόν τον τρόπο τις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές που βρίσκονται ενδιάμεσα.

Από την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, με τη γέννηση μιας κατάστασης ενδημικού πολέμου που παράγεται από τις ΗΠΑ για τον έλεγχο του συστήματος των ιμπεριαλιστικών εξαρτημάτων, σημειώνεται μια αυξανόμενη χρήση του μιλιταρισμού και του εθνικισμού (και όλων των θρησκευτικών και εθνικών ποικιλιών τους) προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η ελεγχόμενη αποσταθεροποίηση της περιοχής από τη Μέση Ανατολή έως την κεντρική Ασία, για να καταστραφεί η αυτονομία των εκμεταλλευόμενων τάξεων με τον εξαναγκασμό να συνταχθούν υποχρεωτικά κάτω ένα ιδιαίτερο κράτος, θρησκεία ή κάποια ελίτ στα οποία να εμπιστευθούν το παρόν και το μελλοντικό πεπρωμένο της εκμετάλλευσής τους.

Δεδομένης αυτής της κατάστασης, είναι απαραίτητο να συγκροτήσουμε και αναπτύξουμε ξανά ένα μεγάλο διεθνές κίνημα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, ενάντια στην επισφάλεια, τον αποκλεισμό και την αλλοτρίωση, μαζί με το κίνημα ενάντια στον πόλεμο και για την ειρήνη. Επειδή η συνολική ανεξαρτησία από όλα τα πολιτικά και οικονομικά όργανα πρέπει να είναι σαφής και ξεκάθαρη (κανένα κράτος, καμιά κυβέρνηση ή αγορά δεν έχουν οποιοδήποτε συμφέρον να αγωνιστούν ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό), πρέπει να απαιτήσουμε την ειρήνη, επειδή είναι το έδαφος αναπαραγωγής της κοινωνίας και επιτρέπει την ανάπτυξη των αγώνων για τη χειραφέτηση των καταπιεζόμενων τάξεων. Πρέπει να εργαστούμε για να επανοικοδομήσουμε την αυτονομία και το ρόλο των εκμεταλλευόμενων τάξεων, της υπεράσπισης και της αναδημιουργίας των ελεύθερων και ανεξάρτητων οργανώσεών τους, ως όρο και αναπόφευκτο παράγοντα των αγώνων ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τον πόλεμο σε κάθε χώρα του κόσμου.

2. Ο προλεταριακός διεθνισμός των λαϊκών αγώνων

Η FdCA, επομένως, θα υποστηρίξει, θα προωθήσει και θα βοηθήσει κάθε πρωτοβουλία που στοχεύει στην επανοικοδόμηση ενός μεγάλου διεθνούς κινήματος ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, καταγγέλλοντας τα εγκλήματα της εκμετάλλευσης και αναπτύσσοντας την αλληλεγγύη στις προλεταριακές οργανώσεις και τα τοπικά κινήματα, παλεύοντας ενάντια στην τοπική ή ξένη αστική επιθετικότητα, ενάντια στον πόλεμο, απαιτώντας εκεχειρίες, αποστρατικοποίηση και αφοπλισμό από κάθε κράτος, εθνική ή θρησκευτική ελίτ, οι οποίοι είναι ενωμένοι στη βάση της περιφρόνησής τους για τη ζωή των προλεταρίων, ένα μια μεγάλο διεθνές κίνημα του οποίου η καρδιά και η βάση βρίσκονται στις κοινωνικές, εργατικές, πολιτιστικές, πολιτικές και αντι-μιλιταριστικές οργανώσεις της βάσης, καθώς επίσης και στη δυνατότητά του να ενοποιήσει τους αγώνες που αναπτύσσονται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Με βάση αυτό το στόχο, η FdCA ευνοεί τη δημιουργία οριζόντιων δικτύων, συνασπισμών και φόρουμ που εμπνέονται από την πρακτική της αυτοδιεύθυνσης, της άμεσης δράσης και της αυτο-οργάνωσης, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τη συλλογική δυνατότητα αντίστασης ενάντια στις αντιφάσεις και τη βία του νεοφιλελευθερισμού. Σκοπεύει δε να συμβάλει στην ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος της ταξικής πάλης, με την υποστήριξη των πολιτικών του δικτύων και της ικανότητάς του για κοινωνική συμμετοχή στους αγώνες και στα μέτωπα των αγώνων υπέρ της λαϊκής εξουσίας, για τη διάδοση του αναρχικού κομμουνιστικού προγράμματος.

3. Ο νέος ιστορικός συμβιβασμός της Ιταλίας

Στην Ιταλία, η εκλογική νίκη του κεντροαριστερού συνασπισμού σηματοδοτεί την ανάδυση μιας πολιτικής κατηγοριοποίηση αντιδραστικών και τυχοδιωκτών που υποστηρίζουν ένα κοινωνικό πρόγραμμα ταξικής συνεργασίας, πολιτική κατηγοριοποίηση η οποία έχει τελευταία αντικατασταθεί από μια άλλη παρόμοια αποτελούμενη από ορθολογιστές και τεχνοκράτες, ειλικρινείς υπερασπιστές των «αρετών» του φιλελευθερισμού και της ανάγκης της συνεισφοράς όλων των κοινωνικών τάξεων στην εκ νέου ανάπτυξη του καπιταλισμού της χώρας.

Το κίνημα ενάντια στον Berlusconi ανταμείφθηκε με την εκλογική ήττα του συνασπισμού «Οίκος των Ελευθεριών» [1], αλλά όχι με τον πολιτικό του θάνατο ή με οποιαδήποτε άλλη πραγματική άρση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η, κατά γενική ομολογία, αδύναμη (και, προπάντων, απερίσκεπτη) ελπίδα ότι, ίσως υπάρξει μια νέα φάση βελτίωσης στην επέκταση των δικαιωμάτων και στις συνθήκες διαβίωσης των κατώτερων τάξεων, δεν φαίνεται να έχει οποιοδήποτε μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα πολιτική του κεντροαριστερού συνασπισμού. Γι’ αυτό, είμαστε μάρτυρες μιας μορφής ημι-παράλυσης του όλου κινήματος το οποίο εμφανίζεται αβέβαιο ως προς το ποια στρατηγική να ακολουθήσει (και πάλι ως συνέπεια του παράγοντα Berlusconi που εμποδίζει οποιαδήποτε πιθανότητα σύγκρουσης με την κυβέρνηση Prodi) ενώ εμποδίζεται σ’ αυτό και από το γεγονός ότι μια συγκεκριμένη πολιτική ομάδα - η «επαναστατική διανόηση» των χθεσινών κινημάτων – έχει, δυστυχώς αναπόφευκτα, προσκολληθεί στην κοινοβουλευτική συμβατότητα. Η 5χρονη βάση του προγράμματος της «Ένωσης» [2] είναι, επίσης, η αιτία της ανάπτυξης μιας κάποιας τοποθέτησης του στυλ «περιμένουμε και βλέπουμε» που θα μπορούσε να παρεμποδίσει σοβαρά τη δυνατότητα των κοινωνικών, εργατικών και πολιτιστικών κινημάτων να κινητοποιηθούν σε επίπεδο βάσης, κάτι που έκαναν τόσο καλά κατά τη διάρκεια της αντίθεσής τους στον «Οίκο των Ελευθεριών».

3.1 Ο κίνδυνος της επίθεσης στα κοινά μας συμφέροντα

Πρέπει να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοικτά και να αποφύγουμε οποιαδήποτε εξαπάτηση και υποκρισία από τη λειτουργία συγκεκριμένων προγραμμάτων από της κυβέρνησης, της ομοσπονδίας των εργοδοτών και της Τράπεζας Ιταλίας, για τα επόμενα 5 έτη, όπως: α) η ακύρωση τμημάτων του Νόμου 30 (3) για την ενδεχόμενη προώθηση της λεγόμενης ευελιξίας της εργασίας, β) η μείωση των φορολογικών τελών (4) για τους εργοδότες μέσω μιας αποδόμησης της εργασίας και πρόσθετων αμοιβών, γ) η αύξηση της ζήτησης εργασίας, αλλά με το μισθό να παραμένει στα ίδια επίπεδα και την ενθάρρυνση του ανταγωνισμού μέσω της φιλελευθεροποίησης, δ) το δικαίωμα στη συνταξιοδότηση, συνοδευόμενο όμως από επιμήκυνση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, ε) τη χρηματοδότηση των τοπικών και περιφερειακών αρχών, αλλά μέσω μιας εντονότερης και περισσότερης ιδιωτικοποίησης και αυξημένης συνεισφοράς των πολιτών στις διάφορες κοινωνικές δαπάνες, στ) η εναντίωση στον πόλεμο και η απόσυρση των ιταλικών στρατευμάτων από το Ιράκ, αλλά με μια επιβεβαίωση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ειρηνευτικών δυνάμεων, ζ) η μείωση της σταθεροποίησης του δημόσιου χρέους αλλά σε βάρος των μισθών στο δημόσιο τομέα, η) η πολιτική και το δικαίωμα εισόδου μεταναστών στη χώρα, αλλά μόνο μέσω μιας ελεγχόμενης και υποστηριζόμενης από το κράτος μετανάστευσης και θ) μια περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον πολιτική, αλλά με αυξανόμενα δασμολόγια.

Προβλέπουμε ότι οι βελτιώσεις αυτές θα έχουν, μάλλον, ως αποτέλεσμα τη συνεργασία των συνδικάτων, της αριστεράς, αλλά και όλου του κινήματος που αντιτάχθηκε στον μπερλουσκονισμό με την κυβέρνηση κι αυτή θα είναι μια αυτοκαταστροφική συνεργασία. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο αυτό, είναι απαραίτητο να αρχίζει ξανά μια εκστρατεία κινητοποιήσεων καθοδηγούμενων από ένα νέο κίνημα αντίστασης. Το κίνημα αυτό πρέπει να μάθει πώς να παραμείνει εξ ολοκλήρου ανεξάρτητο από τον κυβερνητικό συνασπισμό με τη συνειδητοποίηση και απόρριψη της πολιτικής της κεντροαριστερής κυβέρνησης ως «κανονική» δια-ταξική (inter-class) πολιτική που προωθεί, τελικά, την καπιταλιστική εκμετάλλευση και τη νόμιμη ισχύ των όποιων νομοθετημάτων.

4. Ένα νέο κίνημα αντίστασης στην Ιταλία

Η FdCA θα υποστηρίξει, προωθήσει και βοηθήσει όλες εκείνες τις πρωτοβουλίες που επιδιώκουν να λειτουργήσουν προς τη συγκρότηση ενός νέου κινήματος αντίστασης, το οποίο θα επιδιώξει να σταθεροποιήσει τη συνολική του ανεξαρτησία και αυτονομία από τις εκλογικές λογικές και την αγορά, θα αγωνιστεί για την επέκταση των ήδη κατακτημένων δικαιωμάτων, από το δικαίωμα στην κατοικία στο δικαίωμα σε ένα εισόδημα, από την υγειονομική περίθαλψη σε ένα καθαρό περιβάλλον, ένα κίνημα το όραμα του οποίου θα είναι μια ριζοσπαστική, εφικτή εναλλακτική λύση, σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο, σε μια όσο το δυνατόν ευρύτερη κλίμακα, ενάντια σε οποιαδήποτε επανεμφάνιση της ξενόφοβης και ρατσιστικής δεξιάς, που να προωθεί τις αξίες του αντι-φασισμού και αντι-ρατσισμού ως βάση ζωτικής σημασίας για μια ελεύθερη κοινωνία ίσων, που να προωθεί και ενθαρρύνει ένα αντι-μιλιταριστικό ήθος στον αγώνα ενάντια στους πολέμους και την ιταλική συμμετοχή σε αυτούς, που να μπορεί να ομοσπονδιοποιεί τους διάφορους κοινωνικούς και εργατικούς αγώνες, τους πολιτικούς και πολιτιστικούς αγώνες, συγκροτώντας μια πλήρη αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό της «Ένωσης» αποτελούμενη από τα πιο μαχητικά εργατικά συνδικάτα και τις ελεύθερες και ανεξάρτητες αυτο-οργανωμένες οργανώσεις βάσης.

4.1 Για την ανάπτυξη της μαχητικότητας του εργατικού κινήματος

Μια από τις πιο σημαντικές παραμέτρους αυτού του κινήματος είναι η ανάπτυξη και επέκταση των κινητοποιήσεων και των Ευρωπαίων και των μεταναστών εργαζομένων: μέσω των αγώνων σε επίπεδο βάσης, από τον εργασιακό χώρο στην ευρύτερη κοινότητα, ενάντια στην επισφάλεια και την κοινωνική υποβάθμιση, μέσω της εξάπλωσης και ενίσχυσης των εργατικών οργανώσεων σε κάθε εργασιακό χώρο, της επανεισαγωγής της πρακτικής της εργατικής συμμετοχής και της συνδικαλιστικής δημοκρατίας, με την οικοδόμηση όλο και περισσότερο δυναμικών πρωτοβουλιών σε επίπεδο βάσης που να ενθαρρύνουν την ταξική ενότητα μεταξύ των εργαζομένων, με την καταπολέμηση της διαίρεσης που προέρχεται από μια πληθώρα συμβάσεων και δικαιωμάτων, με κινητοποιήσεις η αυτονομία των οποίων να εκφράζεται με αιτήματα που να διαφέρουν από αυτά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας λόγω της συνεργασίας της με την κυβέρνηση και τα αφεντικά, θέτοντας τέρμα στη μη-οργάνωση, καθώς και συλλογικές διαπραγματεύσεις με τις οποίες να απορρίπτεται η οποιαδήποτε νομοθεσία που έχει στόχο να καταστρέψει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα, με τη μεγαλύτερη δυνατή ανάπτυξη του μαχητικού συνδικαλισμού που φυσικά χαρακτηρίζεται από τις ελευθεριακές πρακτικές.

4.2 Ο παγκόσμιος αγώνας ενάντια στην παγκοσμιοποίηση

Άμεσα συνδεμένες με τους εργατικούς αγώνες είναι η ανάπτυξη και επέκταση των αντι-καπιταλιστικών, αντι-εξουσιαστικών, λαϊκών και διεθνιστικών κινημάτων και κινητοποιήσεων για να αγωνιστούμε ενάντια: α) στην εκμετάλλευση και εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου εργατικού δυναμικού και των πλουτοπαραγωγικών και φυσικών πηγών, που σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η κατάσταση αυτή έχει επιδεινωθεί, β) στην υποδούλωση ανδρών και γυναικών σε μη προστατευμένες και «βρώμικες» εργασίες, σε φυλετικές διακρίσεις και στην πατριαρχία, στον αχαλίνωτο μιλιταρισμό και τις στρατιωτικές δαπάνες, στην ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών και στις εθνικές ή θρησκευτικές διαιρέσεις και άλλα.

4.3 Μια νέα γενιά αντιφασιστών

Αποφασιστικό στοιχείο του νέου αυτού κινήματος αντίστασης και αγώνα είναι η ανάπτυξη και ενός νέου γενικού ήθους του αντιεξουσιασμού και του αντιφασισμού ενάντια στην ποινικοποίηση των αντιφασιστικών αγώνων (μέσω της προληπτικής κράτησης ή απόδοσης κατηγοριών για φυσική και ηθική συνενοχή) και ενάντια σε κάθε είδος ρεβιζιονισμού, όχι με την αναζήτηση καταφυγίου σε στρατιωτικές επιλογές, αλλά με την αφιέρωσή μας στην εκ νέου δημιουργία ενός πολιτιστικού φάσματος ικανού να απομονώσει οποιαδήποτε επανεμφάνιση του νεοφασισμού και των παραγώγων του ρατσισμού και σεξισμού, αγώνες ενάντια στην ξενοφοβία, το σεξισμό και το ρατσισμό που χρησιμοποιεί η ακροδεξιά προπαγάνδα για να ριζώσει στα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα ενθαρρύνοντας καθημερινά το μίσος και τη βία ενάντια στον καθένα που βλέπει να είναι διαφορετικός ή αντιδρά στην άνοδο αλαζονικών και κατασταλτικών πολιτικών στάσεων καθώς και νομικών διαδικασιών μέσα στην κοινωνία ενάντια στην ελευθερία σκέψης και την αυτονομία των κοινωνικών αγώνων.

4.4 Αντιρατσισμός

Η παρουσία ξένων εργαζομένων είναι τώρα σημαντική, αλλά οι εργαζόμενοι αυτοί δεν πρέπει να γίνονται οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για κάθε κοινωνική ένταση και αντίφαση αυτής της κοινωνίας.

Είναι απαραίτητο: να παλέψουμε προκειμένου να καταστεί εγγύηση ο σεβασμός των απαραβίαστων δικαιωμάτων κάθε ατόμου, ενάντια στην εγκληματική κατηγοριοποίηση της «παρανομίας» και το εκβιαστικό σύστημα χορήγησης αδειών εργασίας, να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για την επανοικοδόμηση της ταξικής ενότητας των εργαζομένων και εκμεταλλευόμενων οποιασδήποτε θρησκείας ή προέλευσης, να ενθαρρύνουμε την αυτο-οργάνωση μεταξύ των μεταναστών για να απαιτήσουν τα δικαιώματά τους, να δημιουργήσουμε τους απαραίτητους όρους υπερνίκησης των ορίων και εμποδίων που επιβάλλονται από τους διάφορους πολιτισμούς και τις κοινότητες.

4.5 Η νέα φεμινιστική γενιά

Δεκαετίες μετά το τέλος των μαζικών φεμινιστικών αγώνων, που οδήγησαν εν μέρει σε μια οπισθοδρόμηση προς μια μορφή ελιτιστικού και θεσμικού φεμινισμού, προωθείται μια εκ νέου πατριαρχική επίθεση σε οικονομική, πολιτιστική, θρησκευτική, κοινωνική και νομοθετική κλίμακα. Απαιτείται η αναγέννηση ενός φεμινιστικού πολιτισμού και πολιτικής σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής εάν πρόκειται να διατηρήσουμε, μοιραστούμε και διευρύνουμε τις ευκαιρίες μας και τον ατομικό και συλλογικό μας αυτοκαθορισμό.

Θεωρούμε τους ακόλουθους τομείς στρατηγικούς για τους φεμινιστικούς αγώνες: α) ο κόσμος της εργασίας και των συνδικάτων μάχεται ενάντια στις διακρίσεις, την επισφάλεια, τη διαφορά στους μισθούς, την άδικη διαίρεση της εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και κάθε μορφή διάκρισης ενάντια στους ομοφυλόφιλους, τις λεσβίες και κάθε σεξουαλική μειονότητα, β) ο τομέας της δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης και των βιοηθικών δικαιωμάτων, ενάντια σε όλες τις πολιτικές και ιδέες (θρησκευτικές ή άλλες) που επιδιώκουν να περιορίσουν την ατομική επιλογή και αυτοδιάθεση του σώματός μας όσον αφορά την αναπαραγωγή και την πρόσβαση σε τεχνολογίες ελέγχου της γονιμότητας, σε βιολογικές διαθήκες καθώς και την επιλογή του τέλους της ζωής κάποιου, σε ένα τέλος όλων των μορφών βίας των οποίων είναι θύματα οι γυναίκες στην οικογενειακή του ζωή τους και στις σχέσεις τους.

4.6 Ένα οριζόντιο κίνημα χωρίς κεντρικές επιτροπές

Αλλά η επιτυχία οποιουδήποτε νέου κινήματος αντίστασης βρίσκεται στην ικανότητα ομοσπονδιοποίησης των αγώνων και όλων των συνιστωσών των κοινωνικών, εργατικών και πολιτικών κινημάτων, ώστε να οικοδομηθεί και διαδοθεί η κοινωνική αντίσταση όσο το δυνατόν σε ευρεία κλίμακα, να γίνει όσο το δυνατόν ριζοσπαστική, σε οριζόντια βάση, για τη διάδοση της ιδέας μιας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνικής εναλλακτικής λύσης από τα κάτω. Και αυτό είναι για το οποίο εργάζεται και θα συνεχίσει να εργάζεται η FdCA.

5. Βραχυπρόθεσμες προοπτικές

Βραχυπρόθεσμα, η FdCA σκοπεύει να συμβάλει στους αγώνες για την ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου, ενάντια στην πολιτική των προϋπολογισμών της περιόδου 2007-2011 και τις επακόλουθες περικοπές στα κοινωνικά έξοδα για την προστασία και διεύρυνση των παγκόσμιων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ενάντια σε οποιαδήποτε συμφωνίες περί ευελιξίας ή ανακατανομής των μισθών στον εργασιακό χώρο και κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, για τη δημόσια διαχείριση των υλικών και κοινωνικών πόρων, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών και των αγαθών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, από την κοινωνική ασφάλεια στην υγειονομική περίθαλψη, από την ενέργεια στο νερό, από τις μεταφορές στον πολιτισμό, από την επικοινωνία στην εκπαίδευση, ενάντια στον πόλεμο και στο μιλιταρισμό σε όλες του τις μορφές (στρατιωτικές δαπάνες, ειρηνευτικές αποστολές, ένοπλες τράπεζες, κ.λπ.) για την κοινωνική και πολιτιστική απομόνωση του ρατσισμού, της πατριαρχίας και της εμφάνισης του νεοφασισμού, για το φυσικό δικαίωμα στην κριτική και τη διαμαρτυρία, ενάντια στην καταστολή των εργατικών και κοινωνικών αγώνων.

6. Η ελευθεριακή εναλλακτική λύση στον ορίζοντα

Η FdCA, επομένως, σκοπεύει να αφιερώσει την πολιτική της δράση στο δικαίωμα σε μια κοινωνική εναλλακτική λύση και στον πειραματισμό, ένα τέλος σε όλες τις μορφές πατριαρχίας μια την ανάπτυξη των ευκαιριών των ανθρώπων να συμμετέχουν και να οργανωθούν ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό και την καταστολή των αγώνων, για την επέκταση των διαφόρων μορφών κοινωνικής προστασίας (αμοιβές, δικαιώματα, υπηρεσίες, κ.λπ.), της ποιότητας ζωής, του περιβάλλοντος, της κατανάλωσης, για την αλληλεγγύη, για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού ήθους μέσα στην κοινωνία που μπορεί να γίνει ισχυρότερη μέσω της εμπειρίας, χρησιμοποιώντας μέσα που για μας είναι κατάλληλα για να εκπληρωθούν οι σκοποί, για την ανάπτυξη δικτύων, συνασπισμών, συμμαχιών, πολλαπλάσιων και πλουραλιστικών πόλων και πολιτικών εκστρατειών που μπορούν να βοηθήσουν στη διάδοση των ελευθεριακών ιδεών και του αναρχικού κομμουνιστικού κοινωνικού προγράμματος αυτοδιεύθυνσης.

FEDERAZIONE dei COMUNISTI ANARCHICI

Κρεμόνα, 1η Οκτωβρίου 2006


Σημειώσεις:

1. Ο «Οίκος των Ελευθεριών» είναι το όνομα της πλατιάς εκλογικής και κοινοβουλευτικής κεντροδεξιάς συμμαχίας που αποτελείται από 9 κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανοδημοκρατών, των πρώην και μετα-φασιστών, των νεο-φιλελεύθερων, σοσιαλιστών, δημοκρατικών και περιφερειακών αυτονομιστών.

2. Η «Ένωση» είναι το όνομα της πλατιάς εκλογικής και κοινοβουλευτικής κεντροδεξιάς συμμαχίας που αποτελείται από 10 πολιτικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανοδημοκρατών, πρώην και μετα-κομμουνιστών, ριζοσπαστών, σοσιαλιστών και Πράσινων.

3. Ο νόμος 30/2003 ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τους όρους απασχόλησης στην Ιταλία, καθώς και την εισαχθείσα ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στις συμβάσεις εργασίας.

4. Στο κείμενο αναφέρεται ως «φορολογική σφήνα» που είναι ένας όρος που δείχνει τη διαφορά μεταξύ του κόστους μιας ώρας εργασίας για τον εργοδότη και της αγοραστικής δύναμης που αυτή η ώρα παρέχει σε έναν υπάλληλο, αφότου έχουν αφαιρεθεί οι φόροι και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισής του.

Δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net στις 12 Δεκέμβρη 2006 και μετά στο www.ainfos.ca Ελληνική μετάφραση «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, 16 Δεκέμβρη 2006.

Για το 7ο Συνέδριό της και τα 20 χρόνια της FdCA Για το 7ο Συνέδριό της και τα 20 χρόνια της FdCA

Για το 7ο Συνέδριό της και τα 20 χρόνια της FdCA

Ανακοίνωση της ιταλικής FdCA

Στην πόλη Κρεμόνα της βόρειας Ιταλίας, η ιταλική Federazione dei Comunisti Anarchici (FdCA – Ομοσπονδία Κομμουνιστών Αναρχικών) γιόρτασε το διήμερο Σάββατο, 30 Σεπτέμβρη και Κυριακή, 1 Οκτώβρη 20 χρόνια πολιτικής δραστηριότητας ενώ συγκάλεσε και το 7ο Συνέδριό της, που αποτελεί το ανώτερο σώμα λήψης αποφάσεων της Ομοσπονδίας.

Την πρώτη μέρα, 30 Σεπτέμβρη, έλαβε χώρα ένα φεστιβάλ για να γιορταστεί η επέτειος των 20 χρόνων από την ίδρυση της Ομοσπονδίας, με μια ανασκόπηση της αναρχικής κομμουνιστικής πολιτικής και της οργανωτικής ιστορίας που οδήγησαν στην ίδρυση της FdCA το 1986 καθώς και των 20 αυτών χρόνων δραστηριότητας της Ομοσπονδίας στο εσωτερικό των αυτοδιευθυνόμενων κοινωνικών, εργατικών και πολιτιστικών αγώνων.

Τη δεύτερη μέρα, 1 Οκτώβρη, συνήλθε το 7ο Συνέδριο της FdCA, στο οποίο ανανεώθηκε και επανακαθορίστηκε με επιτυχία μια νέα ενότητα σε συγκεκριμένα ζητήματα της θεμελιώδους στρατηγικής της οργάνωσης όπως ο ρόλος του διεθνούς καπιταλισμού και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σήμερα, ενώ συζητήθηκε και αποφασίστηκε μια διαδικασία αντανάκλασης και θεωρητικής ανάπτυξης στο ζήτημα του «Κράτους». Το Συνέδριο υιοθέτησε, επίσης, ένα τελικό προγραμματικό ντοκουμέντο με στόχο να κατευθύνει την πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα της FdCA στα επόμενα χρόνια.

Η FdCA θα ήθελε να ευχαριστήσει τους συντρόφους του Κοινωνικού Κέντρου CSA Kavarnaστην Κρεμόνα για την γενναιόδωρη φιλοξενία και συνεργασία τους. Ευχαριστούμε τον Carlo Ghirardato για τη θαυμάσια συναυλία του που ήταν αφιερωμένη στο έργο και τη μνήμη του Fabrizio De Andre, καθώς και όλους τους συντρόφους (τουλάχιστον δύο γενιές αναρχοκομμουνιστών αγωνιστών) που ήρθαν απ’ όλη την Ιταλία για να παραβρεθούν. Με την ευκαιρία, θα θέλαμε, επίσης, να ευχαριστήσουμε μεμονωμένους συντρόφους και οργανώσεις που μας έστειλαν τους χαιρετισμούς τους από το εξωτερικό και αυτές είναι οι: Workers Solidarity Alliance (WSA – Συμμαχία Εεργατικής Αλληλεγγύης) από Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, Jose Maria Olaizola από το δίκτυο Apoyo Mutuo (Αλληλοβοήθεια) της Ισπανίας, Ilan Shalif από την ομάδα «Anarchists Against the Walls» («Αναρχικοί Ενάντια στο Τείχος») από το Ισραήλ, την Alternative Libertaire (Ελευθεριακή Εναλλαγή) από τη Γαλλία, τη Zabalaza Anarchist Communist Federation (Αναρχική Κομμουνιστική Ομοσπονδία Zabalaza) από τη Νότια Αφρική, τη North-Eastern Federation of Anarchist Communists (NEFAC – Βορειοανατολική Ομοσπονδία Αναρχικών Κομμουνιστών) από ΗΠΑ/Καναδά, την Ομοσπονδία Αναρχικών Ελλάδος (OAE), την Αναρχική Κομμουνιστική Πρωτοβουλία από την Κωνσταντινούπολη και την Αναρχική Κομμουνιστική Ομάδα από την Άγκυρα της Τουρκίας, τη Coletivo pro Organizahgo Anarquista em Goiαs (Ομάδα για τον Οργανωμένο Αναρχισμό της Goiαs) και το Forum do Anarquismo Organizado (FAO – Φόρουμ του Οργανωμένου Αναρχισμού) από τη Βραζιλία και την Organisation Socialiste Libertaire (OSL – Σοσιαλιστική Ελευθεριακή Οργάνωση) από την Ελβετία.

Η υποστήριξη από αρκετούς συντρόφους μας, η διεθνής αλληλεγγύη, το συλλογικό όραμα που ενώνει όλα τα μέλη της FdCA, όλα αυτά αποτελούν μια ζωτική και σημαντική ενθάρρυνση να συνεχίσουμε ό,τι έχουμε αρχίσει, να συνεχίσουμε να αναπτυσσόμαστε και να γινόμαστε δυνατότεροι και να διαδίδουμε τις αναρχικές κομμουνιστικές ιδέες στους κοινωνικούς αγώνες και τις μαζικές οργανώσεις ώστε να οικοδομήσουμε μια ελευθεριακή εναλλαγή.

4 Οκτώβρη 2006

FEDERAZIONE DEI COMUNISTI ANARCHICI
Ομοσπονδία των Κομμουνιστών Αναρχικών

* Δημοσιεύτηκε στο www.anarkismo.net και www.ainfos.ca Ελληνική μετάφραση «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, 6 Οκτώβρη 2006

Οι κομμουνιστικές καταβολές του αναρχισμού

Η αναρχική κομμουνιστική θεωρία και στρατηγική
και η αντι-οργανωτική παρέκκλιση

Οι κομμουνιστικές καταβολές του αναρχισμού

Ο αναρχισμός ορίστηκε ως αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός κατά την περίοδο της Α’ Διεθνούς, όταν ο Μπακούνιν και η πλειοψηφία των τμημάτων-μελών της οργάνωσης έθεσαν τα θεμέλια της αναρχικής κομμουνιστικής θεωρίας - τον οργανωτικό δυϊσμό, δηλαδή τον ρόλο των μαζών ως την μόνη επαναστατική δύναμη και τον ρόλο της συνειδητής μειοψηφίας ως τον «αφανή οδηγό» που εισέρχεται στην μαζική οργάνωση, την Διεθνή Ένωση Εργαζομένων και την αναρχία ως την ουτοπιστική διεύθυνση μιας ελευθεριακής κοινωνίας ισότητας την οποία και επιζητούμε.

Ο Κάρλο Καφιέρο συνόψισε τον καταφανή κομμουνιστικό χαρακτήρα του αναρχισμού ως ακολούθως:

«δεν είναι αρκετό να δηλώσουμε ότι ο κομμουνισμός είναι κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ούτε μπορεί κάποιος να είναι κομμουνιστής. Πρέπει να είναι, ακόμα κι αν υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει η επανάσταση»... «όταν ονομαστήκαμε κάποτε «κολεκτιβιστές» για να ξεχωρίσουμε από τους ατομικιστές και από τους εξουσιαστές κομμουνιστές, βασικά ήμασταν αντιεξουσιαστές κομμουνιστές και ονομάζοντας τους εαυτούς μας «κολεκτιβιστές» νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την αντίληψή μας ότι κάθε τι πρέπει να είναι κοινό, χωρίς να υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στα μέσα και στις πηγές της εργασίας και της παραγωγής της συλλογικής εργασίας»... «Δεν μπορεί να είναι κάποιος αναρχικός χωρίς να είναι κομμουνιστής»... «Πρέπει να είμαστε κομμουνιστές, επειδή στον κομμουνισμό μπορεί να επιτευχθεί η πραγματική ισότητα»... »Πρέπει να είμαστε κομμουνιστές επειδή ο λαός που δεν καταλαβαίνει τα κολεκτιβιστικά σοφίσματα, καταλαβαίνει τον κομμουνισμό θαυμάσια»... «Πρέπει να είμαστε κομμουνιστές, επειδή είμαστε αναρχικοί, επειδή αναρχία και κομμουνισμός είναι οι δύο απαραίτητοι όροι της επανάστασης» (1).

Ενώ ο αναρχισμός γεννήθηκε αναμφισβήτητα κομμουνιστικός, είναι αλήθεια ότι η ποινικοποίηση της Διεθνούς από τις κυβερνήσεις της εκείνης της περιόδου οδήγησε σε παρεκκλίσεις της Μπακουνικής θεωρίας, παρεκκλίσεις οι οποίες άφησαν τα σημάδια τους στην ιστορία του αναρχικού κινήματος, πάνω απ’ όλα στο Ιταλικό κίνημα.

Μαζί με την «προπαγάνδα με το παράδειγμα» (propaganda by the deed) - που ήταν μια προσπάθεια να ωθήσει τις μάζες σε εξέγερση και είχε ως αποτέλεσμα να τις αναπληρώσει - ένα άλλο ρεύμα που αναπτύχθηκε και ανατράφηκε ήταν το αντι-οργανωτικό ρεύμα, το οποίο, κατά κάποιο τρόπο, είχε τις ρίζες του στις θεωρίες του Κροπότκιν. Στην πραγματικότητα, στην αναρχο-κομμουνιστική θεωρία του Κροπότκιν, ο στόχος της επαναστατικής δράσης είναι πάντα μια κοινωνία όπου «ο καθένας δίνει ανάλογα με τις ικανότητές του και ο καθένας παίρνει ανάλογα με τις ανάγκες του», με άλλα λόγια, κομμουνισμός. Αλλά ο κομμουνισμός αυτός αντιλαμβάνεται ως μια φυσιολογικά αρμονική κατάσταση στην οποία μπορεί να στραφεί η ανθρωπότητα, ως αποτέλεσμα δύο παράλληλων υποθέσεων: της έμφυτης φυσιολογικής αλληλεγγύης του Ανθρώπου και της ιδέας της βασικής καλοσύνης της ανθρώπινης ψυχής που οδηγεί στην προτίμηση για κάθε μορφή αυθόρμητου. Παραπέρα, από την στιγμή που απελευθερωθεί από την καπιταλιστική κυριαρχία, η επιστημονική πρόοδος (την οποία η καπιταλιστική κυριαρχία χρησιμοποιεί για να κρατά μακριά τον Άνθρωπο από την φύση) θα είναι ο πιθανός παράγοντας της διαμόρφωσης του
κομμουνισμού.

Καθώς ο κομμουνισμός είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανθρώπινης ιστορίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχει επεκταθεί αυθόρμητα ως αποτέλεσμα ορισμένων αναπόφευκτων παραγόντων, όπως οι κλίσεις του Ανθρώπου και οι νόμοι της φύσης, υπάρχει μια συνολική απουσία στον Κροπότκιν κάθε ίχνους πολιτικής στρατηγικής.

Πάντως, για τον Κροπότκιν και τους μιμητές του, κάθε μορφή οργάνωσης, πολιτική ή συνδικαλιστική, πρέπει να απορριφθεί ως τρόπος για να τεθεί σε ένα κανάλι το αυθόρμητο το οποίο ουσιαστικά είναι καλό και αυτόματα οδηγεί στον κομμουνισμό. Για τους αναρχικούς κομμουνιστές, από την άλλη πλευρά, η οργάνωση είναι απαραίτητη για τους αγώνες μας και εγγύηση για το επαναστατικό αποτέλεσμα αυτών των αγώνων.

Για τους αναρχο-κομμουνιστές, η οργάνωση είναι ένα «αστικό» φαινόμενο, το οποίο, με το να συμπυκνώνει τον αυθορμητισμό, μας φέρνει πέρα από το τελικό αποτέλεσμα και εμποδίζει την ανάπτυξη της καλοσύνης της ανθρώπινης φύσης και την τάση της προς μια θετική αυτο-οργάνωση. Καθώς το σπουδαιότερο πράγμα είναι η γνησιότητα της θεωρίας όσον αφορά το αρμονικό της όραμα για τον κόσμο, με άλλα λόγια ο στόχος τον οποίο ο Άνθρωπος επιθυμεί να πετύχει, η ταξική πάλη είναι περισσότερο ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αναρχο-κομμουνισμός απέχει από το ιστορικό μονοπάτι του αναρχικού κομμουνισμού (που κατανοείται ως θεωρία για την χειραφέτηση των καταπιεσμένων τάξεων και γι’ αυτό συνδέεται αξεχώριστα με την ταξική πάλη) και γίνεται, αντίθετα, μια θεωρία, η οποία ισχύει για τον καθέναν. Αυτό οδηγεί σε μια απόρριψη της ταξικής πάλης, η οποία εκλαμβάνεται ως μια θεωρία που περιορίζεται στο να ισχύει για πάντα, τη οποία βασίζεται στην φιλοδοξία της προσωπικής ελευθερίας κάθε ανθρώπου, μια προφορά που τοποθετείται μόνο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.

Τότε ξανά αυτοί οι οποίοι βλέπουν την ταξική πάλη μόνο ως ένα χρήσιμο εργαλείο για την χειραφέτηση απογοητεύονται από την βραδύτητα και την ασυνέχεια με την οποία ανταποκρίνεται το εργατικό κίνημα στην έκκληση για κοινωνική δικαιοσύνη, για τη διαρκή ανάγκη να κερδίσουν μέρα με την μέρα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Οι αναρχο-κομμουνιστές αυτού του είδους, είναι, γι’ αυτό, επιρρεπείς σε μια βαθιά δυσπιστία προς τις, αναπόφευκτα, ρεφορμιστικές μάζες, οι οποίες επηρεάζονται από τον οικονομισμό και είναι ανίκανες για ευρύτερα πλεονεκτήματα. Από τη βάση αυτή προέρχονται δύο μορφές πολιτικής συμπεριφοράς. οι οποίες είναι πολύ κοντά μεταξύ τους και συχνά ανακατεύονται, αλλά οι οποίες, πάντως, αντιπροσωπεύουν έναν εκφυλισμό των αρχών του αναρχικού κομμουνισμού.

Στην πρώτη περίπτωση, το μόνο αποτέλεσμα είναι η αδιάκριτη ιδεολογική προπαγάνδα η σχεδιασμένη να κερδίσει περισσότερο κόσμο στις τάξεις μιας θεωρίας, ένα είδος εκπαίδευσης με το οποίο προσδοκάται ότι οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα θα καταλάβουν την εγγενή ομορφιά του ιδανικού.

Στην δεύτερη περίπτωση, η δράση των επαναστατών αντικαθιστά αυτή των μαζών, πιστεύοντας ότι αυτή η ηρωική δράση θα ανάψει την σπίθα της αυθόρμητης εξέγερσης και ότι κάθε δράση, ακόμα και αυτή που δεν αποτελεί μέρος της σχεδιασμένης στρατηγικής, μπορεί να οδηγήσει σε ένα περαιτέρω στάδιο προς έναν αρμονικό κομμουνισμό, απλώς επειδή είναι συνδεδεμένη με τους στόχους και την συνείδηση των επαναστατών. Εάν η επανάσταση πρέπει να είναι ένοπλη και να καταστρέψει το Κράτος, το οποίο εκλαμβάνεται ως το κέντρο της καταπίεσης, τότε αντικειμενικά οι επαναστάτες πρέπει να αναλάβουν ένοπλη δράση ενάντια στο Κράτος τώρα. Ως επακόλουθο, η δεύτερη αυτή παράδοση και ιστορικά περιπλέκεται σε περιπετειώδεις πρακτικές, οι οποίες δεν αποκλείουν απαραίτητα την πιθανότητα της τρομοκρατίας και συνδέεται και με τους προπαγανδιστές της ατομικής δράσης, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν και την απάντηση σε κάθε είδος μαζικής οργάνωσης.

Αρχίζοντας από αυτές τις βάσεις, οι αναρχο-κομμουνιστές επιφορτίζονται, ως συνειδητοί επαναστάτες, με το καθήκον να σπάσουν τα δεσμά της ανθρωπότητας, χωρίς να ενοχλούνται για την διαδικασία της προλεταριακής διάθεσης για γνώση, με την πεποίθηση ότι η πτώση του Κράτους θα προκαλέσει (με καμιά προηγούμενη προετοιμασία) την αυθόρμητη επιβίβαση της απελευθερωμένης ανθρωπότητας στο όχημα για τον κομμουνισμό.

Μετά την παρακμή του αναρχισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο περιθωριοποίησης με τις τρομοκρατικές πράξεις, ο αναρχισμός ανακάλυψε ξανά την μαζική του βάση, σε μια σειρά χώρες, διαμέσου του αναρχο-συνδικαλισμού, δηλαδή σε εκείνες τις εργατικές οργανώσεις, οι οποίες έφεραν σιγά-σιγά τον αναρχισμό πίσω στις κομμουνιστικές ρου ρίζες. Και δεν ήταν ευκαιριακές οι ισχυρές αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις (όπως η UGT στην Γαλλία, η FORA στην Αργεντινή, η CNT στην Ισπανία και η USI στην Ιταλία, για να απαριθμήσουμε μερικές γνωστότατες από αυτές) οι οποίες πλαισιώθηκαν από αποφασιστικές αναρχικές κομμουνιστικές οργανώσεις όπως η Ομοσπονδία Επαναστατών Κομμουνιστών στην Γαλλία, η Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής στην Ισπανία και η Ένωση Κομμουνιστών Αναρχικών (η οποία αργότερα έγινε Αναρχική Ιταλική Ένωση) στην Ιταλία.

Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια περίληψη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του αναρχικού κομμουνισμού, τα οποία ακόμα και σήμερα μας διακρίνουν από τις άλλες τάσεις του αναρχισμού.

Αναφερόμενοι στην θεωρία του Μπακούνιν, ο αναρχικός κομμουνισμός διακρίνεται ξεκάθαρα ανάμεσα στο ταξικό πολιτικό κίνημα (την επαναστατική μειοψηφία) και στο ταξικό οικονομικό κίνημα (την μαζική οργάνωση).

Η πρώτη οργανώνει όλους εκείνους τους μαχητές σε μια μαζική οργάνωση και οι οποίοι έχουν την ίδια θεωρία, την ίδια πολιτική στρατηγική και μια πολύ καλά αρθρωμένη και ομοιογενή τακτική. Το καθήκον αυτής της οργάνωσης είναι να δράσει ως μια «αποθήκη» της ταξικής μνήμης, από την μια και να επεξεργαστεί, από την άλλη, μια κοινή στρατηγική, με την οποία οι διάφορες στιγμές του αγώνα θα ενωθούν μέσα στα πλαίσια του ταξικού κινήματος, ενώ θα αποτελέσει έναν ωθητικό οδηγό γι’ αυτό. Ο Μπακούνιν, στο γράμμα του προς τους Ιταλούς συντρόφους, έγραφε: «εάν ο καθένας σας δρα σε απομόνωση, μόνο με τις δικές σας πρωτοβουλίες, σίγουρα θα παραμείνετε αδύναμοι. Ενωμένοι, οργανώνοντας τις δυνάμεις σας, άσχετα με το πόσο ελάχιστες είναι, μπορείτε να κάνετε μια αρχή, μέσα σε μια και μόνη συλλογική δράση, εμπνεόμενη από την ίδια ιδέα, τον ίδιο στόχο, την ίδια θέση, τότε θα είστε ορατοί». (2)

Από την άλλη πλευρά, η μαζική οργάνωση είναι εκείνη την οποία μπορεί να χρησιμοποιεί το προλεταριάτο για να προστατεύει τα δικαιώματά του και γι’ αυτό η οργάνωση αυτή είναι ετερόκλιτη, η οποία έχει ως στόχο της την χειραφέτηση της εργατικής τάξης διαμέσου της άμεσης δράσης, της αυτο-οργάνωσης και της οποίας η δράση είναι συνεχής. Ο στόχος της πραγματικά αυτόνομης δράσης είναι η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου από τους ενωμένους εργάτες, δηλαδή η επιστροφή στους παραγωγούς και τους συνδέσμους τους όλων αυτών που παράγονται από την εργασία της εργατικής τάξης ανά τους αιώνες. Ο άμεσος στόχος είναι η συνέχιση της ανάπτυξης του πνεύματος της αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργάτες και η αντίσταση ενάντια στους καταπιεστές, το να παραμένει το προλεταριάτο σε μια συνεχή δράση με διάφορες μορφές και το να κατακτά εδώ και τώρα κάθε ελευθερία και πλούτο που μπορεί να αποσπαστεί από τον καπιταλισμό, άσχετα από το πόσο μικρό κι αν είναι.

Ακόμα και από τον πρώτο-πρώτο ορισμό του ρόλου της πολιτικής οργάνωσης και, επίσης, αυτού της μαζικής οργάνωσης, είναι φανερό ότι το καθήκον της αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης δεν είναι κάτι τέτοιο όπως αυτό μιας λενινιστικής οργάνωσης. Η πολιτική αυτή οργάνωση δεν αναγνωρίζεται ανάμεσα στο μαζικό κίνημα ως ένα επίσημο όργανο. Δεν είναι και δεν πρέπει να είναι μια επίσημη και θεσμοθετημένη ηγεσία, η οποία επιβάλλει τις δικές της απόψεις της και προσδοκά να είναι αυτή ο αντιπρόσωπος των «πραγματικών» ταξικών ενδιαφερόντων, στο στυλ των λενινιστών. Απλώς είναι ένας χώρος διαλόγου και επεξεργασίας, όπου οι πολιτικά ομοιογενείς σύντροφοι προετοιμάζονται και οριστικοποιούν τη δράση τους και τις προτάσεις όσον αφορά την ανάλυση και την ιδεολογία τους, χωρίς να περιμένουν πότε αυτές θα γίνουν δεκτές από το μαζικό κίνημα. Είναι απλώς ο χώρος όπου πολιτικά συγγενείς σύντροφοι μπορούν να συζητήσουν ο ένας με τον άλλον, να προετοιμάσουν και να θέσουν τους στόχους της δράσης τους καθώς και τις προτάσεις τους, οι οποίες πρέπει να είναι συνεκτικές.

Γι’ αυτό η αναρχική κομμουνιστική θεωρία προσδίδει στην πολιτική οργάνωση έναν ακριβή ρόλο, αυτόν της «μηχανής» της επαναστατικής διαδικασίας και παίζει το ρόλο του μοναδικού επαναστατικού αντιπροσώπου των μαζών. Με βάση αυτή την αντίληψη όσον αφορά το ρόλο της οργάνωσης είναι που πρέπει να ειδωθεί η διαφορά των προτεραιοτήτων από τους μαρξιστές, από την μια πλευρά, αλλά επίσης και από τις διάφορες παρεκκλίσεις του αναρχικού κομμουνισμού.

Της Adriana Dadà


Σημειώσεις

1. Cafiero C., Anarchia e comunismo. Περίληψη ομιλίας του Κάρλο Καφιέρο στο Συνέδριο της Ομοσπονδίας του Ιούρα. (Στο A. Dada, L’anarchismo in Italia: fra movimento e partito, Milan 1984, p. 187-190).

2. Το ντοκουμέντο αυτό δημοσιεύτηκε από τον Μπακούνιν με την μορφή επιστολής στον Celso Ceretti και αναδημοσιεύτηκε στο παραπάνω βιβλίο της A. Dadà, op. Cit., p. 152-165.


* Το κείμενο αυτό της Adriana Dadà δημοσιεύτηκε αρχικά στα ιταλικά στο παλιό περιοδικό της FdCA (της ιταλικής Ομοσπονδίας Κομμουνιστών Αναρχικών) «Comunismo Libertario» («Ελευθεριακός Κομμουνισμός»), τεύχος 6, Απρίλης 1992, σελίδες 32-33. Η παρούσα μετάφραση έγινε από το αγγλικό κείμενο.

Αναρχικοι Κομμουνιστες και Μαζικες Οργάνωσεις

ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ

Ομοσπονδία Κομμουνιστών Αναρχικών Ιταλίας (FDCA)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Oι μαζικές οργανώσεις διαφέρουν από τις αναρχικές κομμουνιστικές πολιτικές οργανώσεις στο ότι έχουν διαφορετικές βάσεις και σκοπούς. Δεν έχουν εκείνη την σαφήνεια σχετικά με τον τελικό στόχο που μπορεί να έχει η πολιτική οργάνωση, αν και, ενδεχομένως, έχουν τον ίδιο στόχο με μια πολιτική οργάνωση. Η ιστορία καταδεικνύει ότι αυτός ο στόχος (ο αναρχικός κομμουνισμός) αποτελεί παράγοντα που προέρχεται από έναν ορισμένο τύπο πρακτικής και συνείδησης στο εσωτερικό των μαζικών οργανώσεων. Ο παράγοντας αυτός βασίζεται σε δύο αρχές, αυτή της κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης που οικοδομείται μέσα στον αγώνα, και αυτή της εξισωτικής και αδιάλλακτης υπεράσπισης εκείνων που αγωνίζονται για το καλό της κοινωνίας.

Και οι δύο αυτές αρχές είναι λογικές, τόσο ώστε να φαίνονται αυτόματες, αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι οι κυρίαρχες τάξεις έχουν ενεργήσει πάντα με τέτοιο τρόπο ώστε η λογική αυτή να καταστεί αποσπασματική και εύκολη σε οποιαδήποτε καταστολή. Η απώτερη πολιτική σαφήνεια είναι, επομένως, απαραίτητη και πρέπει να εφαρμοστεί για την ικανοποίηση των πραγματικών αναγκών των προλετάριων που είναι μέλη μαζικών οργανώσεων.

Από την άλλη πλευρά, η ιστορία έχει, επίσης, δείξει ότι η επανάσταση δεν θα πραγματοποιηθεί, εκτός αν μπει σε εφαρμογή από τις ίδιες τις προλεταριακές μάζες, των οποίων τα μέλη, ως προλετάριοι οι ίδιοι, ανακαλύπτουν την επαναστατική δυνατότητά τους μέσω των πρακτικών των μαζικών οργανώσεων και αποφασίζουν να θέσουν σε κίνηση τις επαναστατικές πρακτικές.

Κατά συνέπεια, η αναρχική κομμουνιστική επανάσταση θα είναι επιτυχής καθ’ όσον οι μαζικές οργανώσεις εφαρμόζουν αυτή την επαναστατική λογική, η οποία δεν αποτελεί απαραίτητο προνόμιό τους, αλλά το οποίο είναι, συγχρόνως, εγγενές σ’ αυτές.

ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΣΜΟ

Το πρώτο εμπόδιο που πρέπει να εκλείψει είναι εκείνοι οι τύποι ιδεών και πρακτικών που χρησιμεύουν στο να μειώσουν τις μαζικές οργανώσεις σε έναν a priori ρόλο, προβάλλοντας μόνο κάποια αιτήματα. Αυτό το εμπόδιο μπορεί να πάρει τη μορφή της διαταξικότητας (inter-classism) ή του λενινισμού.

Η διαταξικότητα είναι η πεποίθηση ότι οι μαζικές οργανώσεις αναγνωρίζουν το κράτος ως αμερόληπτο και αντιπρόσωπο όλων των ανθρώπων, η ουσία των (καθαρώς οικονομικών) τάξεων με τις οποίες μπορεί να διακριθεί ένας πολίτης από ένα άλλο. Αυτό σημαίνει ότι οι μαζικές οργανώσεις υπάρχουν για την οικονομική υπεράσπιση οποιασδήποτε κατηγορίας πολιτών και, επομένως, μπορούν να συμμετάσχουν στον οικονομικό προγραμματισμό της κοινωνίας, αλλά χωρίς να μπορούν να υποβάλλουν επερωτήσεις στο Κράτος ή να αντιτίθενται στις αποφάσεις του - οι εργαζόμενοι και το προλεταριάτο μπορούν μόνο να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, δεν μπορούν να αλλάξουν την τρέχουσα οικονομική κατάσταση ή να συμμετέχουν στην πολιτική εκείνη πρακτική με την οποία μπορεί να μεταβληθεί η πολιτική του κράτους.

Συνεπώς, αυτός ο τύπος ένωσης αποκλείεται από τη διαδικασία ανάληψης πολιτικών αποφάσεων και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνεπάγεται την αποδοχή του συστήματος.

Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα γι’ αυτό είναι οι ενώσεις που εμπνέονται από τις πολιτικές εκείνες δυνάμεις που βρίσκονται κοντά στις κυρίαρχες κατηγορίες στις χώρες με κλασσικά κεφαλαιοκρατικά συστήματα.

Οι λενινιστικής έμπνευσης πολιτικές θεωρίες, αφ' ετέρου, δεν μπορούν να συλλάβουν την ύπαρξη μαζικών οργανώσεων που δεν είναι ρητώς πολιτικές – άρα και φαινομενικά αντίθετες στη διαταξικότητα. Στην πραγματικότητα, οι θεωρίες αυτές, δεν επιβάλλουν μόνο την πολιτική της κυρίαρχης τάξης ή του κόμματος στις μαζικές οργανώσεις. Επιζητείται, επίσης, μέσω αυτών των θεωριών η συμμετοχή των μαζών στην πολιτική δραστηριότητα μόνο μέσα από την πολιτική οργάνωση και το ότι η μαζική αυτή οργάνωση πρέπει να ακολουθήσει την πολιτική γραμμή. Αυτό το χαρακτηριστικό είναι, επίσης, γνωστό ως «συνδικαλισμός» (trade-unionism).

Η διαταξικότητα και ο λενινισμός συγκλίνουν σε ένα σημείο: η μοίρα της μαζικής οργάνωσης έχει προαποφασιστεί και, εάν είναι απαραίτητο, επιβάλλεται.

Το αποτέλεσμα είναι ο οικονομισμός (economicism): το προλεταριάτο με τα ιστορικά του συμφέροντα επιτρέπεται να ασχοληθεί μόνο με τα οικονομικά ζητήματα. Αλλά δεδομένου ότι είναι, προφανώς, παράλογο για κάποιον να ενδιαφέρεται μόνο για τα χρήματα που παίρνει χωρίς, επίσης, να ενδιαφέρεται για το λόγο ύπαρξης του χρήματος και πώς αυτό διανέμεται στην κοινωνία, τότε πίσω από τον οικονομισμό υπάρχει μια ρητή ή υπονοούμενη πολιτική επιβολή. Με τη χρησιμοποίηση αυτού του γεγονότος διακωμωδείται οποιαδήποτε αυτονομία των καθαρώς οικονομικών συμφερόντων με το να περιορίζεται πολιτικά (αυτονομία). Ο κύκλος έχει κλείσει με τον αναγκαστικό διαχωρισμό του προλεταριάτου από την πολιτική. Ο οικονομικός αγώνας σημαίνει απλώς πολιτική δουλοπρέπεια και έχει ως αποτέλεσμα την οικονομική δουλοπρέπεια.

Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΜΑΣ

Οι μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου είναι και θα συνεχίσουν να είναι σημαντικές ιστορικές οντότητες που δεν μπορούν να αγνοηθούν. Είναι διαφορετικές από τις πολιτικές οργανώσεις και δεν πρέπει να αρνηθούμε αυτήν τη διαφορά ούτε να τις υποβιβάζουμε σε επαναστατικές οργανώσεις δευτερεύοντος ρόλου και να επιζητούμε να τις εξουσιάσουμε. Ούτε πρέπει, επίσης, να υποβιβάζουμε σε δεύτερη θέση το δικό μας ρόλο ή να υποκύπτουμε στις μαζικές οργανώσεις. Η σχέση που έχουμε με τις μαζικές οργανώσεις πρέπει να είναι μια συνεχής διαλεκτική αντιπροσωπεύοντας μια πραγματική ανταλλαγή και να μην περιορίζεται σε μια μονόδρομη ροή. Ο πρωτίστως ουσιαστικός, αλλά όχι μοναδικός, όρος για να υπάρχει μια πραγματική ανταλλαγή είναι ότι και οι δύο οντότητες πρέπει να είναι αληθινά αυτόνομες.

Όταν πρόκειται για τις μαζικές οργανώσεις, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εκφράσουν αυτόνομα τα συμφέροντα και τη συνείδηση (των προλεταρίων) μελών τους. Με άλλα λόγια, πρέπει να βασιστούν στην αυτοδιεύθυνση εκείνων οι οποίοι, φυσιολογικά, ανήκουν σε αυτές. Κατά την εξέλιξη της αναρχικής κομμουνιστικής επανάστασης είναι ουσιαστική προϋπόθεση η επιχειρησιακή και πολιτική ανάπτυξη των μαζικών οργανώσεων στην κατεύθυνση της διάθεσης από μέρους τους της μέγιστης δυνατότητας έκφρασης της δύναμης και συνείδησής τους, κάτι που είναι απαραίτητο για την ίδια την ζωή της αναρχικής κομμουνιστικής επαναστατικής διαδικασίας.

Οι μαζικές οργανώσεις θα πρέπει, επίσης, να καταστούν περισσότερο ικανές στο να αξιολογούν πολιτικά τις δραστηριότητές τους και τις προοπτικές που ανοίγονται από αυτές. Εάν ικανοποιούνται αυτοί οι όροι, τότε θα είμαστε σε θέση να πραγματοποιήσουμε τα πολιτικά μας καθήκοντα, αυτά της προώθησης της πολιτικής συνείδησης μέσα στις μαζικές οργανώσεις και, σε αντάλλαγμα, της επιβεβαίωσής τους ή μη προς εμάς. Οι όροι αυτοί είναι απαραίτητοι εάν οι μάζες πρόκειται προσβλέπουν στην πιθανότητα - από την εμπειρία της προηγούμενης επαναστατικής δράσης τους - μιας πιο προηγμένης επανάστασης και της πραγματοποίησής της με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις. Έτσι, προκύπτει το θεμελιώδες πρόβλημα της διπλής πτυχής των μαζικών οργανώσεων: αφ' ενός η συνολική τους αυτονομία - και στην εμπειρία τους στον αγώνα και στην αξιολόγηση αυτής της εμπειρίας – και, αφ' ετέρου, η αντικειμενική ανάγκη να αξιολογηθεί οτιδήποτε κάτω από το φως των ιστορικών αναγκών των μαζών. Καμία από αυτές τις δύο πτυχές του ζητήματος δεν μπορεί να αγνοηθεί.

ΛΑΘΗ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΟΝΤΑΙ

Στο παρελθόν πολλοί σύντροφοι και οργανώσεις έχουν διαπράξει και συνεχίζουν να διαπράττουν λάθη, όταν πρόκειται για τις μαζικές οργανώσεις, ακόμα και αν η προοπτική τους είναι ειλικρινά ελευθεριακή και επαναστατική. Μπορούμε να χωρίσουμε τα λάθη αυτά σε δύο βασικές κατηγορίες: στον «αυθορμητισμό» και στην «ιδεοληψία» («ideologism»).

Η πρώτη περιλαμβάνει τις αντιλήψεις εκείνες σύμφωνα με τις οποίες οι μαζικές οργανώσεις διαθέτουν μια αυτόματη δυνατότητα να στηρίξουν ολοκληρωτικά την επαναστατική διαδικασία. Η βάση αυτής της αντίληψης είναι ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας οποιασδήποτε δεδομένης περιόδου μπορούν να αποτελέσουν το σπινθήρα μιας διαδικασίας αγώνων με τους οποίους θα καταστεί δυνατό να δημιουργηθούν οι πολιτικές εκείνες βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί να οικοδομηθεί μια κοινωνική επανάσταση. Είναι σαν να λέμε ότι για να φθάσουμε στην επανάσταση είναι αρκετό να διεξάγουμε τον αγώνα του προλεταριάτου για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων εργασίας του με όσο το δυνατόν πιο ακραία μορφή γίνεται. Μια δραστηριότητα εναντίον ενός εργοδότη δεν είναι το ίδιο πράγμα με ένα οργανικό, περιεκτικό πρόγραμμα εναντίον των αφεντικών. Ένας προλετάριος που υπερασπίζεται τον εαυτό του, που επιτίθεται, ή που ο θυμός του οποίου κατευθύνεται εναντίον του εκμεταλλευτή του σε μια μεμονωμένη δράση, δεν είναι απαραιτήτως συνειδητό μέρος ενός οργανικού, περιεκτικού προγράμματος δράσης. Μια τέτοια δραστηριότητα δεν βασίζεται απαραιτήτως σε ένα πρόγραμμα ούτε παράγει απαραιτήτως ένα πρόγραμμα. Ούτε και το πρόγραμμα ενός συνδικαλιστικού αγώνα αποτελεί απαραιτήτως ένα επαναστατικό ελευθεριακό πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα, το πιο απίθανο είναι ότι μια σειρά οργανωμένων συνδικαλιστικών αγώνων αντιστοιχεί σε ένα συνειδητό πρόγραμμα με σκοπό την έναρξη μιας ελευθεριακής σοσιαλιστικής επανάστασης. Η ιστορία έχει καταδείξει σαφώς αυτά τα σημεία και ο καθένας που σκέφτεται ότι τα συνδικάτα έχουν φυσιολογικές αναρχικές και επαναστατικές τάσεις απατάται οικτρά.

Ιστορικά μιλώντας, ακόμη και το συνεχές κήρυγμα για άμεση δράση και αυτοδιεύθυνση στους κόλπους των συνδικάτων έχει αποτύχει όσον αφορά τους επαναστατικούς στόχους του όταν, περιορισμένο σε μια στείρα συνδικαλιστική μέθοδο και έχοντας απολέσει το εναλλακτικό, δηλαδή το ελευθεριακό περιεχόμενό του, ήρθε σε σύγκρουση με προτάσεις αγώνα που υποστηρίχθηκαν μέσω οργανικών πολιτικών προγραμμάτων ή όταν ήρθε σε σύγκρουση με το ξεκάθαρο και απλό γεγονός ότι οι κυρίαρχες τάξεις ήταν σε θέση να αναλάβουν αυτά θεωρούντο έως τότε κενές μεθοδολογίες οι οποίες συχνά περιορίζονταν στον καθαρό εξτρεμισμό. Αυτή η κατάρρευση έχει συμπαρασύρει από τότε ΄και ελευθεριακές μεθόδους μαζί της, μεθόδους οι οποίες φαίνονταν συχνά να είναι μεν θαυμάσιες, αλλά που, όμως, δεν περιείχαν έναν πρακτικό ιστορικό σύνδεσμο με την όλη κατάσταση ή γενικές προοπτικές.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο δεύτερος τύπος λάθους που είναι πραγματικά το αντίθετο του πρώτου και που δηλώνει ότι μόνο οι αναρχικοί μπορούν να παλέψουν ως επαναστάτες προλετάριοι και ότι, επομένως, η μόνη σωστή μορφή ένωσης είναι αυτή που αποτελείται από τους ανθρώπους που έχουν πλήρη επίγνωση της ελευθεριακής κοινωνικής επανάστασης.

Η σύλληψη αυτή παράγει απομονωτικές θέσεις και αποστειρωμένη πρωτοπορία. Η απομόνωση προέρχεται από το ξεκάθαρο και απλό γεγονός ότι δεν έχει συμβεί ποτέ το προλεταριάτο να γίνει πρώτα αναρχικό κομμουνιστικό προτού μπορέσει να κινηθεί ενάντια στο κεφάλαιο και να το αποδυναμώσει, να επιτεθεί σε αυτό και (κατά περιόδους) να προτείνει μια ελευθεριακή εναλλακτική λύση. Το να περιμένει αυτήν την κατάσταση, επομένως, σημαίνει ότι καταδικάζεται στην απομόνωση. Σαφώς, κατ' αυτό τον τρόπο υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος ανάπτυξης πρωτοπορίας: η λογική αντίδραση εκείνων οι οποίοι έχουν απομονωθεί από τις μάζες, αναμένοντας να αποτελέσουν γι’ αυτές το μοντέλο.

Δεν είναι τυχαίο το ότι ο «αυθορμητισμός» και η «ιδεοληψία» μολονότι δείχνουν τεράστιο ενδιαφέρον για τις μαζικές οργανώσεις και οι δύο καταλήγουν στο να συντρίβουν αυτές τις ίδιες μαζικές οργανώσεις αναγκάζοντάς τις σε ρόλους που τους επιβάλλουν σ’ αυτές και χωρίς αυτές. Ο αυθορμητισμός υποστηρίζει ότι όλες οι εκδηλώσεις και τα γεγονότα που είναι θεμελιώδη για την επαναστατική διαδικασία (αυτά δηλαδή που συνδέονται φυσιολογικά με το πρόβλημα της επανάστασης) είναι επαναστατικά από μόνες τους. Η ιδεοληψία, αφ' ετέρου, προσδοκά αυτές τις εκδηλώσεις και τα γεγονότα να αυτοχρησθούν επαναστατικά πριν ακόμη εγκαθιδρυθεί η ανάγκη αυτή σταδιακά και μέσω της πρακτικής. Ο αυθορμητισμός αποτρέπει το ζήτημα της αντιμετώπισης της σταθεροποίησης της επαναστατικής συνείδησης των μαζικών οργανώσεων με ένα σοβαρό τρόπο. Η ιδεοληψία αποτρέπει τις μαζικές οργανώσεις από το να εκπληρώσουν το έργο τους που είναι η ενοποίηση του προλεταριάτου και της βαθμιαίας ανάπτυξής του μέσω του αγώνα, κάτι που είναι απαραίτητο για τη μετάβαση στον αναρχικό κομμουνισμό.

ΠΡΟΣ MIA ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Η βασική ιστορική ανάγκη των μαζικών οργανώσεων για μια ελευθεριακή κοινωνική επανάσταση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ούτε μπορούν να αμφισβητηθούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με το μαζικό αγώνα. Η συνθήκη ότι οι μαζικές οργανώσεις είναι αυτόνομες εγγυάται τη δυνατότητα ότι θα είναι οι μάζες οι ίδιες και μόνο αυτές οι οποίες πραγματοποιούν την αναρχική κομμουνιστική επανάσταση. Εντούτοις, αυτό καθιστά πιθανό για την επανάσταση να υποστεί σοβαρές ήττες.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι απέλπιδα: η δύναμή της είναι η αδυναμία της. Έχει γίνει ένας πλούσιος διάλογος σχετικά με το θέμα αυτό μέσα στο αναρχικό κίνημα – διάλογος ο οποίος συχνά ήταν βίαιος αλλά, πάνω απ’ όλα, ήταν ανοικτός. Στην πραγματικότητα, η λύση δεν μπορεί να βρεθεί μόνο ή πάνω απ’ όλα από το κίνημα των πολιτικών αγωνιστών. Πρέπει να το γνωρίζουμε πολύ καλά αυτό. Κάθε φορά που εξακριβώνεται η ανάγκη για μια μαζική ελευθεριακή οργάνωση, μια οργάνωση που να μπορεί να γεννήσει μια πρακτική επαναστατική διαδικασία που να οδηγήσει έξω από την ύπαρξη εκμετάλλευσης και εκμεταλλευόμενων, το γεγονός ότι ο συνδικαλισμός δεν είναι απαραιτήτως επαναστατικός καταδείχθηκε κατ' επανάληψη. Πολλοί σύντροφοι έχουν προσπαθήσει να καταδείξουν ότι τα συνδικάτα είναι είτε μεταρρυθμιστικά είτε επαναστατικά. Πολλοί σύντροφοι θεωρούν ότι η σωστή λύση βρίσκεται σε κάποιο απ’ αυτά τα δύο θεωρητικά συμπεράσματα.

Πιστεύουμε ότι είναι βασικά λανθασμένο να δεχτούμε αυτή τη γραμμή σκέψης - για να ξεχωρίσουμε κάποιες αυστηρές κατηγορίες κινδύνων, δυνατοτήτων και πιθανών τάσεων. Είναι μια συνταγή του πώς να οπισθοχωρήσουμε στον αυθορμητισμό και την ιδεοληψία. Προσπαθούμε να είμαστε σαφής, για να μπορέσουμε να δεχτούμε τα σύνθετα, μη κατηγορηματικά γεγονότα έτσι όπως είναι. Προσπαθούμε, με άλλα λόγια, να βασιστούμε σε βεβαιότητες και είναι πάνω στις βεβαιότητες αυτές που πρέπει να χτίσουμε, στο μέτρο που εξαρτάται από μας. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να δεχτούμε νέες, πιο προηγμένες έννοιες.

ΟΙ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΤΗΡΙΧΤΟΥΜΕ

Αντίθετα με τις πολιτικές οργανώσεις, οι μαζικές οργανώσεις δεν είναι βασισμένες σε μια επίκτητη συνείδηση ούτε και επιδιώκουν ρητά να προωθήσουν μια τέτοια συνείδηση. Είναι βασισμένες στις άμεσες και αντικειμενικές υλικές βάσεις που ξυπνούν τις αναμφισβήτητες φυσικές ανάγκες. Συνεπώς, τα μέλη των μαζικών οργανώσεων ζουν την κατάσταση αυτή για την οποία οργανώθηκαν σε αυτές. Ο οικονομικός ρόλος τους είναι η βάση πάνω στην οποία μπορούν να συνεργασθούν και, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση αποκαλύπτει κάθε είδος ανικανοποίητων αναγκών (αλλοτρίωση), συνεργάζονται για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες όσο καλύτερα μπορούν. Η βάση αυτή αποτελεί την αφετηρία, τη βάση για ταξική αυτονομία των μαζικών οργανώσεων. Αλλά προκειμένου να αναπτυχθεί, η αυτονομία αυτή πρέπει να προβληθεί μέσω της δράσης και σύμφωνα με τις πραγματικές δυνατότητες αυτών των οργανώσεων. Εάν θέλουμε, μπορούμε να χωρίσουμε την κατάσταση αυτή σε δύο κατηγορίες: στον οικονομικό αγώνα και στην πολιτική ανάπτυξη.

Ο οικονομικός αγώνας αφορά κάθε δραστηριότητα που έχει αναληφθεί με σκοπό να αποκτηθούν οι καλύτεροι υλικοί όροι για τους εργαζόμενους και να τεθούν υπό διαχείριση οι οικονομικοί μηχανισμοί μετά από την καταστροφή της κεντρικής εξουσίας. Η πολιτική ανάπτυξη απαιτείται για να καταστήσει συνειδητούς τους εργαζόμενους, μέσω του οικονομικού αγώνα, όσον αφορά την ταξική πάλη, τις δυνατότητες και ανάγκες της κοινωνικής επανάστασης και να τους επιτρέψει αργότερα να οικοδομήσουν συνειδητά τη νέα κοινωνία.

Σαφώς και ο οικονομικός αγώνας και η πολιτική ανάπτυξη είναι τόσο στενά συνδεδεμένα, ακολουθώντας τις πρώτες ενέργειες οικονομικής άμυνας που γεννιούνται από τις ανάγκες της τρέχουσας κατάστασης που ενοποιούνται ακόμα και με βάση μια μίνιμουμ θέληση για να υπερασπισθεί κάποιος, που μπορούν να αλληλοϋποστηριχθούν και να συντηρηθούν μεταξύ τους αμοιβαία. Η αυτονομία διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο, δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να είναι σε θέση να αναπτύξουν μια σαφή επίγνωση όσον αφορά το πώς η βασική εκμετάλλευση αποτελεί μέρος της κοινωνικής κυριαρχίας και πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση να αναπτύξουν ελεύθερα την ανάγκη για την ισότητα και τη ριζική αλλαγή που θα εμφανιστούν ως οι μόνες οριστικές λύσεις στο πρόβλημα της εκμετάλλευσης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τους εκμεταλλευόμενους να συνεργάζονται εάν δεν υπάρχει καμία δυνατότητα πλήρους ανάπτυξης του αγώνα εναντίον της εκμετάλλευσης – ένας αγώνας που θα εξαφανίσει τις εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις. Οι κυρίαρχες τάξεις ίσως δεχτούν όλα αυτά δεδομένου ότι, ναι μεν, συμβαδίζουν με την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων, αλλά δεν θα δεχτούν την ανάπτυξη αυτού του αγώνα και την τάση του να εξαλείψει την πρωταρχική ανάγκη γι’ αυτήν την υπεράσπιση.

Η αυτονομία είναι συγχρόνως μέθοδος και περιεχόμενο. Μέθοδος επειδή μπορεί να παράγει το αυτόνομο ταξικό περιεχόμενο και περιεχόμενο επειδή αποτελεί το σταθερό προϊόν των επεξεργασιών ανάμεσα στους ίδιους τους εργαζόμενους. Πρέπει να ειπωθεί ότι η αυτονομία ως βάση είναι απαραίτητη για την επαναστατική ανάπτυξη των μαζικών οργανώσεων, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της ανάπτυξης των εξισωτικών κοινωνικών σχέσεων.

Πολλοί σύντροφοι και οργανώσεις έχουν προσπαθήσει να καθορίσουν την αυτονομία των μαζικών οργανώσεων από την άποψη της καθαρής μεθόδου ή του καθαρού περιεχομένου. Κάνοντας αυτό, όταν πρόκειται για την πρώτη περίπτωση, δεν μπορούν να εξηγήσουν το λόγο για τον οποίο οι μέθοδοι αυτονομίας είναι απαραίτητες και θεμελιώδεις για την επανάσταση στο μαζικό αγώνα, και εκείνοι που το ξεχνούν αυτό υποβιβάζουν συχνά αυτήν την έννοια στο επίπεδο ενός ξεκάθαρου εξτρεμισμού. Στη δεύτερη περίπτωση, από την άλλη πλευρά, το πρόβλημα της συνέπειας ανάμεσα στα μέσα και τους σκοπούς δεν λαμβάνεται υπόψη και καταλήγουμε στην ανοργανωσιά του μαζικού αγώνα από τα διάφορα εξουσιαστικά προγράμματα, και έτσι σταματούν οι αυτόνομες ενέργειες των εργαζόμενων για την οικοδόμηση ενός αυτόνομου εργατικού προγράμματος. Και αυτό το πρόγραμμα είναι ο κύριος στόχος, σύμφωνα με την αναρχική κομμουνιστική άποψη.

Η αυτονομία δεν είναι ένα περιεχόμενο που συνδέεται με ορισμένους συγκεκριμένους στόχους, αλλά είναι η ιστορική σημασία της επαναστατικής δράσης των εργαζομένων.

Η σπουδαιότητα της αυτονομίας των μαζικών οργανώσεων είναι ότι οι μάζες μπορούν να μάθουν να οικοδομήσουν ένα επαναστατικό πρόγραμμα μόνο εάν έχουν την πλήρη ελευθερία να θέσουν τους στόχους του αγώνα τους σε δράση, να τους επιλέξουν και να τους αξιολογήσουν για τον εαυτό τους και χωρίς επιβολή από εξωτερικές δυνάμεις. Στο σύστημα της κοινωνικής κυριαρχίας αυτή η ελευθερία σημαίνει ότι τα μόνα εμπόδια στη μαζική δράση πρέπει να εμφανίζονται και να προσβληθούν από τις ίδιες τις μάζες ως παράγοντες σύγκρουσης, ως όπλα του ταξικού εχθρού, ως προϊόντα της ταξικής κοινωνίας. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να ριζώσει η ιδέα ότι υπάρχει κάποιος που ξέρει περισσότερα από τους άλλους, που μπορεί να αναγκάσει τον αγώνα να εγκαταλειφθεί ή να καθοδηγηθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο, με δικαιολογίες τις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία των μαζών δεν μπορεί να καταλάβει. Το μονοπάτι αυτό εισάγει την «αντικειμενική» υπεροχή που πρέπει να γίνει σεβαστή, όχι επειδή δεν υπάρχει η απαιτούμενη θέληση ή η καθαρότητα που θα την καταστρέψει, αλλά για μη κατανοητούς και διαστρεφόμενους λόγους. Πρέπει πάντα να είναι σαφές ότι ο δρόμος προς την κοινωνική χειραφέτηση είναι σπαρμένος με εμπόδια και όχι σοφίσματα και ότι είτε εμείς παραμερίζουμε τα εμπόδια αυτά είτε αυτά μας σταματούν.

Μαζί με αυτή την πορεία της αυτονομίας μπορούν να γεννηθούν και τα αυτόνομα προγράμματα. Συνεπώς, οι μαζικές οργανώσεις πρέπει να είναι ικανές να διαμορφώνουν τους στόχους τους και τις απαραίτητες μεθόδους αγώνα βασιζόμενες στις ανάγκες και στη συνείδηση των φυσικών τους μελών. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογούν οποιαδήποτε δράση βασιζόμενες στα ίδια κριτήρια.

Ιστορικά μιλώντας, όταν διαμορφώθηκαν οι κύριες ιδέες του αναρχικού κομμουνισμού ήταν επειδή υπήρξαν μαζικές οργανώσεις που είχαν αυτές τις δυνατότητες τέτοιας δράσης. Δράση η οποία, στη συνέχεια, μπορεί να καταστήσει το προλεταριάτο συνειδητό του ότι είναι η μόνη τάξη που φέρει μέσα της τους σπόρους της κοινωνικής επανάστασης.

Η αυτονομία είναι επομένως παράγοντας της ελευθερίας των μαζών και ως τέτοιος δεν παρέχει την απαραίτητη εγγύηση ότι θα παραμείνει έτσι υπό αυτή τη μορφή ή ότι θα οδηγήσει στην κοινωνική επανάσταση. Η ελευθερία δεν γνωρίζει καμία εξωτερική επιβολή. Η άσκηση της αυτονομίας στις μαζικές οργανώσεις δεν έχει κανέναν αλάθητο εξωτερικό φύλακα άγγελο. Επομένως, στο ίδιο μέτρο στο οποίο η αυτονομία μπορεί να ανοίξει το δρόμο στην κοινωνική επανάσταση, απελευθερώνεται η ίδια από οποιαδήποτε αναπόφευκτη επαναστατική μοίρα. Για τους αναρχικούς κομμουνιστές δεν μπορεί να υπάρξει καμία εναλλακτική λύση σε αυτό. Ακριβώς όπως οι μεταρρυθμιστές δεν πρέπει να επιβάλουν αστικές συμβατότητες στις μαζικές οργανώσεις ούτε και οι επαναστάτες δεν πρέπει να επιθυμήσουν ή να είναι σε θέση να επιβάλουν τα επαναστατικά τους προγράμματά. Αλλά έχουμε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους αντεπαναστάτες: το ότι η ανάπτυξη και άσκηση της αυτονομίας των μαζικών οργανώσεων έχει αποτελούσε πάντα έναν τρομερό επαναστατικό παράγοντα. Δεν το φοβόμαστε, το υποστηρίζουμε.

H ΛΕΙΤΟΥΡΓΙA ΤΩΝ ΜΑΖΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

Εμείς οι αναρχικοί κομμουνιστές εξετάζουμε τις μαζικές οργανώσεις κάτω από ένα πολύ ευρύτερο και πιο σύνθετο επίπεδο απ’ ό,τι οι δυνάμεις της διαταξικότητας και της κοινωνικής δημοκρατίας. Δεχόμαστε τέσσερις θεμελιώδεις ιστορικές λειτουργίες για τις μαζικές οργανώσεις που βασίζονται στην αυτονομία:

  1. υπεράσπιση και συντήρηση μέσα στους κόλπους της ταξικής κοινωνίας,

  2. υλικές επιθέσεις ενάντια στην εκμετάλλευση,

  3. οικοδόμηση μιας εναλλακτικής διαχείρισης της κοινωνίας,

  4. ανάπτυξη της ελευθεριακής επαναστατικής συνείδησης.

Υπεράσπιση και συντήρηση μέσα στους κόλπους της ταξικής κοινωνίας

Η πρώτιστη ανάγκη για τους εκμεταλλευόμενους είναι να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από την εκμετάλλευση που κατατρώγει σταδιακά τα ζωτικά τους μέρη και προσπαθεί να τους δέσει πιο σφιχτά στο άρμα της ακόμα και με περισσότερο εκλεπτυσμένους τρόπους όσον αφορά τις οικονομικές ανάγκες της κυρίαρχης τάξης. Η σωστή ανάπτυξη της μαζικής οργάνωσης βασίζεται στην πρώτη αυτή λειτουργία της υπεράσπισης της εργασίας. Από αυστηρά οικονομική άποψη, είναι θέμα των υλικών όπλων που χρησιμοποιεί η κυρίαρχη τάξη ενάντια στους εργαζόμενους. Η βάση στην οποία ένας ή περισσότεροι εκμεταλλευόμενοι εργαζόμενοι καθορίζουν το δρόμο του κοινωνικού αγώνα μπορεί μόνο να είναι η υπεράσπιση από την αυξανόμενη αλλοτρίωση που προκαλείται από την εκμετάλλευση. Από την άλλη πλευρά, από τη στιγμή που μια τάξη κατέχει την εξουσία, οι μαζικές οργανώσεις πρέπει να είναι σε θέση να υπερασπίσουν επιτυχώς την εργασία τους προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η εργατική τάξη δεν υποκύπτει από μια υλική επίθεση στη στιγμή κατά την οποία η ταξική πάλη γίνεται πιο πολιτική. Μπορούμε αληθινά να πούμε τότε, ότι μέσα στην ταξική κοινωνία η υπεράσπιση της εργασίας είναι η βάση στην οποία συγκροτήθηκαν οι μαζικές οργανώσεις. Και είναι σε αυτή τη φάση που η ανάγκη για την αυτονομία γίνεται πολύ πιο ξεκάθαρη.

Για να είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε από τι και πώς πρέπει να υπερασπιστούμε, είναι ουσιαστικό:

  • να είμαστε αντικείμενα των ίδιων πραγμάτων από τα οποία υπερασπιζόμαστε

  • να γνωρίζουμε και να κατανοούμε τους τρόπους με τους οποίους αυτά τα πράγματα δημιουργούν την αλλοτρίωση

  • να επιλέγουμε μαζί με τον τρόπο και τις σημαντικότερες γραμμές υπεράσπισης

  • να γνωρίζουμε άμεσα τι πρέπει να υιοθετηθεί απολύτως και τι να εγκαταλειφτεί

  • να γνωρίζουμε πραγματικά τον εχθρό μας, τα όπλα του, τη δύναμή του και τις αδυναμίες του

  • να γνωρίζουμε τη δύναμή μας και να είμαστε πρόθυμοι να την χρησιμοποιήσουμε.

Τις προϋποθέσεις αυτές τις κατέχουν μόνο τα μέλη της εκμεταλλευόμενης τάξης. Αυτοί είναι οι μόνοι που μπορούν να τις αναπτύξουν και να τις χρησιμοποιήσουν σωστά. Κανείς δεν γνωρίζει για την αλλοτρίωση εκτός εάν έχει εμπειρία από αυτήν.

Το να γνωρίζει κάποιος την αλλοτρίωση από μια κάποια απόσταση δεν σημαίνει τίποτα. Η αλλοτρίωση δεν μπορεί να υπάρξει εάν το άτομο δεν είναι απαραίτητο να ζήσει μ’ αυτήν και να αντιδράσει σ’ αυτήν (θετικά ή αρνητικά, διανοητικά ή φυσικά) και επομένως να συμβάλει στον προσδιορισμό του.

Εκείνοι που αντιλαμβάνονται μόνο την κοινωνική αλλοτρίωση της εκμεταλλευόμενης τάξης μπορούν μόνο να έχουν μια στάση αλληλεγγύης προς αυτούς (κάτι που μπορεί να είναι χρήσιμο και ειλικρινές), αλλά δεν μπορούν ποτέ να αντικαταστήσουν το προλεταριάτο στην αλλοτρίωσή τους ούτε να αποφασίσουν πόσο καλύτερα μπορούν να το υπερασπιστούν. Ακόμα και όταν ο αγώνας γίνεται πολιτικός, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός από τον οποίο η αλλοτρίωση να γίνεται αισθητή από τους μη εργαζομένους – ο αγώνας πολιτικοποιείται μόνο λόγω της ποιότητάς του κατά της αλλοτρίωσης. Επομένως, η αλλοτρίωση είναι κάτι που ενδιαφέρει μόνο την εκμεταλλευόμενη τάξη και μόνο αυτή είναι που μπορεί να αντιδράσει σε αυτήν. Αυτό καταδεικνύεται επίσης από την πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό, δεν ενεργούμε επειδή υπάρχει η ευκαιρία να γίνει κάτι τέτοιο, αλλά επειδή είναι καλύτερο για τους εργαζομένους να υπερασπίσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους από την εκμετάλλευση και επειδή αυτή η άποψη περιέχει επίσης τη δυνατότητα ότι είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι που αγωνίζονται και αποφασίζουν. Η ανάλυσή μας αυτή μας αναγκάζει να πούμε ότι οι εκμεταλλευόμενοι είναι οι μόνοι που μπορούν να παλέψουν ενάντια στην εκμετάλλευση. Πρέπει επίσης να συμπεράνουμε ότι η εκμεταλλευόμενη τάξη είναι μοναδική. Καθένας που δεν είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης μπορεί μόνο να εκφράσει την αλληλεγγύη του.

Υλικές επιθέσεις ενάντια στην εκμετάλλευση

Η υλική επίθεση ενάντια στην εκμετάλλευση αφορά, πρώτα απ' όλα, την ανάλυση που γίνεται στο προηγούμενο τμήμα. Ορισμένες σημαντικές εκτιμήσεις πρέπει να ακολουθήσουν. Για τους αναρχικούς κομμουνιστές η μόνη διαδικασία μέσω της οποίας το προλεταριάτο αποδυναμώνει και καταστρέφει τους μηχανισμούς της ταξικής κοινωνίας είναι αυτή που συμβαίνει εκεί όπου ασκείται η εκμετάλλευση. Οι δραστηριότητες που μπορούν να αμβλύνουν τα όπλα της εκμετάλλευσης καθώς και της δομής που την υποστηρίζει μπορούν μόνο να πραγματοποιηθούν στο χώρο εκείνο όπου η αλλοτρίωση προκαλείται από την εργασία και τη δημιουργία της υπεραξίας. Οι μόνες οργανώσεις που μπορούν να επιφέρουν αυτήν την επίθεση είναι οι μαζικές οργανώσεις.

Και υπάρχει επίσης ένας άλλος παράγοντας που παρέχει μια σταθερότητα σε αυτό που έχει ειπωθεί ήδη εδώ: εάν η επίθεση ενάντια στην εκμετάλλευση πραγματοποιείται από την ίδια την εκμεταλλευόμενη τάξη, αυτό μας δίνει μια ισχυρή εγγύηση μιας παράλληλης αύξησης της συνείδησής της (της εκμεταλλευόμενης τάξης) δεδομένου ότι μόλις καταλάβει την ανάγκη να επιτεθεί, θα έχει ήδη μια στερεά βάση στην οποία θα αναπτύξει ένα νέο επίπεδο επαναστατικής συνείδησης.

Oικοδόμηση μιας εναλλακτικής διαχείρισης της κοινωνίας

Οι μαζικές οργανώσεις πρέπει να είναι σε θέση να χτίσουν τις νέες δομές για την επαναστατική διαχείριση της κοινωνίας. Κυρίως, αυτό σημαίνει τρία πράγματα:

  • την ανάγκη για μια τριχοειδή επέκταση των μαζικών οργανώσεων

  • την ανάγκη αυτές οι οργανώσεις να είναι σε θέση να αποκτήσουν βαθμιαία τις προοπτικές και τη δυνατότητα ελέγχου και διαχείρισης όλων των κοινωνικών δομών

  • το προλεταριάτο να πάρει την ευθύνη διαχείρισης της κοινωνίας με άμεσα δημοκρατικά μέσα.

Η διαχείριση που βασίζεται στις μαζικές οργανώσεις δεν είναι το απατηλό όνειρο κάποιου μυαλού, αλλά μια πρακτική ένδειξη των μεγάλων προλεταριακών επαναστατικών αγώνων.

Αυτό που ειπώθηκε παραπάνω όσον αφορά την υπεράσπιση της εργασίας και την επίθεσης έχει τον ακριβή στόχο να καταστήσει δυνατό για τις μαζικές οργανώσεις να μετασχηματιστούν από συνδικαλιστικές οργανώσεις που αφιερώνονται στον εργατικό αγώνα σε οργανώσεις που μπορούν να αποτελέσουν την εστία της επαναστατικής διαδικασίας. Αυτή η σύνδεση καταδεικνύει για άλλη μια φορά, το γεγονός ότι δεν οδηγούμαστε από καιροσκοπικά κίνητρα όταν δηλώνουμε ότι ο εργατικός αγώνας πρέπει να βασιστεί στην άμεση δράση και τις άμεσες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτή η μέθοδος αγώνα - που είναι απαραίτητη ιδίω δικαιώματι - γίνεται επίσης ένας σκοπός και ένα εναλλακτικό περιεχόμενο σε μια στιγμή κατά την οποία το προλεταριάτο αρχίζει να χρησιμοποιεί τις μαζικές οργανώσεις για να χτίσει τη νέα κοινωνία και καθιστά δυνατό για όλους τους εργαζομένους να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων. Αυτή η προοπτική, εντούτοις, δημιουργεί μερικά μεγάλα προβλήματα στον πρακτικό τομέα. Η εγγύηση της δυνατότητας για μια αυτόνομη πολιτική ανάπτυξη συνδέεται με την ανάγκη και για την πολιτική ανάπτυξη. Εάν πάμε στην καρδιά του ζητήματος, θα ανακαλύψουμε, εντούτοις, ότι δεν αρκεί να συνεχίσουμε μόνο με τη λογική του αγώνα μέσω ενός εργατικού συνδικάτου για να φθάσουμε ομαλά στην επαναστατική διαχείριση της κοινωνίας από τις μαζικές οργανώσεις. Εφ' όσον είμαστε σε μια φάση μιας πολύ καλά δομημένης και κυρίαρχης ταξικής κοινωνίας μπορούμε άμεσα να βεβαιώσουμε στην πράξη μόνο μια σύνδεση: αυτή μεταξύ του εκμεταλλευόμενου και του φυσικού πρωταγωνιστή του αγώνα κατά της εκμετάλλευσης. Είναι μια κατάσταση που οδηγεί από μόνη της στην άμεση παρατήρηση και την επαλήθευση σε μια φάση που προηγείται μιας μελλοντικής επαναστατικής μετάβασης. Επιπλέον, τα προβλήματα του εργατικού αγώνα απαιτούν έναν ορισμένο τύπο μαζικής οργάνωσης, προ πάντων βασισμένο σε εκμεταλλευτική. Αντί αυτού, όταν κινούμαστε από τον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση προς την κατασκευή των νέων κοινωνικών δομών, πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει ένα τεράστιο βήμα. Ένα βήμα για το οποίο ψάχνουμε μόνο επειδή το προλεταριάτο το έχει κάνει αυτό στην ιστορία του.

Με άλλα λόγια, ξέρουμε ότι είναι απαραίτητο ότι εάν η κοινωνική επανάσταση πρόκειται να πραγματοποιηθεί, πρέπει επίσης να ξέρουμε ότι αυτό απαιτεί ένα τεράστιο άλμα στην πολιτική συνείδηση και τη λειτουργική ικανότητα των μαζικών οργανώσεων.

Υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος ότι οι μαζικές οργανώσεις αποδυναμώνουν την ταξική κοινωνία στα όριά της, απογυμνώνοντάς την από την εξουσία της, αλλά θα είναι ανίκανες έπειτα να αναδημιουργήσουν την κοινωνία με την απαραίτητη σαφήνεια και δυνατότητα. Εάν αυτό επρόκειτο να συμβεί, το επαναστατικό κίνημα θα γευόταν βαριές ήττες. Είναι, επομένως, ουσιαστικό να αναλυθεί πώς μπορούν οι μαζικές οργανώσεις να φθάσουν στη στιγμή της επανάστασης και να είναι σε θέση να ασχοληθούν επιτυχώς με αυτήν. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι το προλεταριάτο, στις μεγαλύτερες απόπειρές του στην επανάσταση, ήταν σε θέση να κάνει αυτό το μεγάλο άλμα. Απαίτησε μια αλλαγή από μαζικές οργανώσεις που έχουν ως στόχο παραχωρήσεις από την κυρίαρχη κεντρική εξουσία σε μαζικές οργανώσεις οι οποίες αποτέλεσαν οι ίδιες μορφές εξουσίας (ή μη-εξουσίας, εάν προτιμά κάποιος) που ήταν διαφορετικές από εκείνες των εκμεταλλευτών, όσον αφορά την καταστολή της εξουσίας (τουλάχιστον δυνητικά). Άλλες σημαντικές στιγμές παρέχουν επίσης τα πολύτιμα μαθήματα - τα «Δύο Κόκκινα Χρόνια» (1919-20) στην Ιταλία, η εμπειρία στη Χιλή στα δεκαετία του ‘70 και στην Πορτογαλία το 1974.

Τα «Δύο Κόκκινα Χρόνια» στην Ιταλία φόβισαν την αστική τάξη, δεδομένου ότι το προλεταριάτο οργανώθηκε άμεσα από τα κάτω και αυτορυθμίστηκε, δημιουργώντας αμέσως μια εναλλακτική δομή παραγωγής. Η κυβέρνηση είχε δεχτεί ότι το προλεταριάτο αντιπροσωπεύεται από ένα κόμμα (ή πολλά άλλα κόμματα), αλλά δεν θα μπορούσε να δεχτεί ότι αντιπροσωπεύθηκε από μόνο του. Η απάντηση που δόθηκε στις μαζικές οργανώσεις από τις δυνάμεις της αντεπανάστασης ήταν σαφής και ενδεικτική: θα αμφισβητούνταν τα όργανα της αυτονομίας και της λειτουργίας τους. Θα αμφισβητείτο οποιαδήποτε πολιτική λειτουργία και όλες οι δυνάμεις και οι πληροφορίες λήψης αποφάσεων, από το γάντζο ή από τον απατεώνα, θα μεταφέρονταν σε συνδικαλιστές ηγέτες και τους πολιτικούς. Η δραστηριότητα αυτή ήταν κατά πολύ αποτελεσματικότερη, ψαλιδίζοντας τα φτερά του προλεταριάτου.

Γιατί υποστηρίχθηκε, για παράδειγμα, η Unidad Popular (UP) στη Χιλή και γιατί απέτυχε; Έξω και πέρα από αυτό το σοσιαλδημοκρατικό κυβερνητικό συνασπισμό υπήρχαν αυτόνομες δυνάμεις που συνεργάζονταν με την UP μόνο σε ορισμένα ζητήματα. Ολόκληρο το κίνημα των μαζικών οργανώσεων των αγροτών και των εργαζομένων των πόλεων είχε ισχυρές διαφωνίες με την UP και με τις ενώσεις σε ένα κύριο σημείο: εάν η εξουσία πρέπει ή όχι να μεταβιβαστεί στο Κράτος. Αυτή η νέα δύναμη των μαζικών οργανώσεων διέθετε μορφές και περιεχόμενο που δεν θα μπορούσαν να ακολουθηθούν από τον καθένα: όχι από την αστική τάξη που γκρεμιζόταν από την εξουσία ούτε από την UP που διατηρείτο από τους ανθρώπους αλλά που δεν θα μπορούσε να περιμένει τους ανθρώπους να αυτοκυβερνηθούν. Η UP διατήρησε την εξουσία της ακόμα και όταν η αστική τάξη δεν την υποστήριζε πλέον δεδομένου ότι ήταν οι προλεταριακές δύυνάμεισ που την υποστήριζαν. Και όταν η UP έπεσε, αυτό ήταν αποτέλεσμα της προλεταριακής δραστηριότητας που ήταν υπό εξέλιξη, παρά της στρατηγικής της UP.

Η αστική τάξη αντέδρασε επειδή το προλεταριάτο έχτιζε ήδη μια επαναστατική εξουσία που δεν είχε καμία σχέση με την κεντρική εξουσία. Και η αστική τάξη κέρδισε επειδή αυτή η νέα εξουσία - και όχι η UP - δεν ήταν ακόμα αρκετά ισχυρή ώστε να υπερασπίσει τις κατακτήσεις της.

Στην Πορτογαλία, η επαναστατική διαδρομή προς το σοσιαλισμό απέτυχε προτού καν γεννηθεί, και οι λόγοι είναι απλοί: οι δυνάμεις που είχαν συμβάλει στην πτώση του φασισμού δεν είχαν αρκετή σαφήνεια και/ή έτρεφαν απλώς εκτίμηση για την προλεταριακή αυτοδιεύθυνση από τα κάτω. Το προλεταριάτο, όμως από την άλλη πλευρά, είχε αναπτύξει αυτήν την ανάγκη μόνο σε ένα εξαιρετικά πρωτόγονο και «αφελές» επίπεδο. Αφέθηκε στα αντεπαναστατικά κόμματα – θιασώτες της διαταξικότητας και της σοσιαλδημοκρατίας – να σβήνουν τις φωτιές της προλεταριακής αυτονομίας των μαζικών οργανώσεων, έτσι ώστε θα μπορούσαν να «σχιστούν» αφήνοντας κατά μέρος τον κρατικιστικό δρόμο στη «δημοκρατία».

Μπορούμε να δούμε σήμερα σε αυτά τα σαφή παραδείγματα ότι, από τον καιρό της Κομμούνας του Παρισιού μέχρι σήμερα, ο δρόμος προς την επανάσταση περνά μέσω των μαζικών προλεταριακών οργανώσεων και ότι το προλεταριάτο επιλέγει φυσιολογικά αυτόν τον τρόπο καθώς είναι πρακτικά δυνατό. Για να εξάγουμε συμπεράσματα, αποτελεί ιστορικά έγκυρο γεγονός ότι οι μαζικές οργανώσεις στο δρόμο προς την κοινωνική επανάσταση προορίζονται να κάνουν ένα άλμα, να μετακινηθούν από το ζήτημα της αποδοχής ορισμένων πραγμάτων - από τη διαπραγμάτευση, από την πάλη ενάντια στην κεντρική εξουσία, ενάντια σε μια εχθρική κυβέρνηση την οποία οι ίδιες οι οργανώσεις αναγνωρίζουν ως την απόλυτη κυρίαρχη δύναμη – στο ζήτημα της αντικατάστασης αυτής της κυβέρνησης, ώστε να γίνουν αυτές η εξουσία (ή η μη-εξουσία). Κατ' αυτό τον τρόπο, οι μαζικές οργανώσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτήν τη μετάβαση σε όλη το συνειδησιακό πεδίο έτσι ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν τις απαραίτητες λειτουργικές δυνατότητες.

Οι θεμελιώδεις αντικειμενικές ανάγκες είναι:

α) η σταθερότητα των μαζικών οργανώσεων, οι οποίες δεν πρέπει να υποβάλλονται σε μερικούς στόχους, σε κομματικές ντιρεκτίβες ή τη λογική του κράτους,

β) η πλήρης εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας,

γ) οι ομοσπονδιακές σχέσεις μεταξύ των μαζικών οργανώσεων, όσο το δυνατόν λειτουργικές και πλήρως επιχειρησιακές εάν είναι δυνατόν.

Οι υποκειμενικοί όροι που απαιτούνται απαιτούν την προλεταριακή συνείδηση των μαζικών οργανώσεων. Από τη πλευρά μας, πρέπει να κατευθύνουμε την προσοχή μας σε αυτό το πρόβλημα όσον αφορά όλες τις στρατηγικές και την ιστορική τακτική που αναπτύσσουμε, για την πλήρη συνειδητοποίηση της πρωταρχικής ανάγκης αυτού του σημείου. Ένα άλλο ζήτημα προέρχεται από την παρατήρηση της ιστορίας: η σπουδαιότητα των μαζικών οργανώσεων που προετοιμάζονται για μια αντικατάσταση της κρατικής εξουσίας έτσι ώστε να μπορούν να προχωρήσουν παραπέρα, έχοντας ήδη προετοιμάσει τι να κάνουν και πώς να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους. Με άλλα λόγια, να προετοιμάσουν την ικανότητά τους για μια εναλλακτική διαχείριση της κοινωνίας και τη φυσική αυτοάμυνα. Αυτό σημαίνει την προετοιμασία εκ των προτέρων (αν όχι, τουλάχιστον τη γρήγορη προετοιμασία) όλων εκείνων των λειτουργιών που απαιτούνται για να διαδραματίσουν έναν πολύ πιο σημαντικό ρόλο και να τον υπερασπίσουν από τους εχθρούς. Να γνωστοποιήσουν τα σχέδιά τους αυτά σε πιθανούς συμμάχους. Αυτό το γεγονός είναι αποτέλεσμα απλώς της ιστορίας, προπάντων από τις σημαντικότερες στιγμές των κινημάτων της δεκαετίας του '70, τα οποία θα δούμε επίσης ότι συμφωνούν με τα θεωρητικά μας συμπεράσματα.

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Ως συνέπεια των όσων είπαμε ανωτέρω καθώς και της θεωρίας μας, είμαστε υποχρεωμένοι, επίσης, να θεωρήσουμε τις μαζικές οργανώσεις, πάνω απ’ όλα, ως όργανα όπου μπορεί να διευρυνθεί η πολιτική συνείδηση του προλεταριάτου.

Πώς διευρύνεται αυτή η πολιτική συνείδηση; Ξέρουμε ότι δεν υπάρχει καμία αυτόματη συσκευή για να μετακινηθούμε από την υπεράσπιση της εργασίας προς μια συνειδησιακή ανάπτυξη της ελευθεριακής κοινωνικής επανάστασης. Ξέρουμε επίσης, ότι εάν κάποιος δεν υφίσταται την εκμετάλλευση, είναι αδύνατο να αρχίσει αυτή η διαδικασία η οποία (αρχίζοντας από την υπεράσπιση της εργασίας) μπορεί να φθάσει σε αυτή του επαναστατικού αγώνα. Επομένως, πρέπει να λάβουμε υπόψη αυτά τα δύο σημεία.

Υπάρχουν τρεις επακόλουθες γραμμές δράσης: α) η δράση και οι στοιχειώδεις στόχοι των μαζικών οργανώσεων, β) ο εμπλουτισμός των αυτόνομων πολιτικών χαρακτηριστικών των μαζικών οργανώσεων και γ) η δράση των πολιτικών οργανώσεων μέσω των μελών τους που είναι τα φυσικά μέλη των μαζικών αυτών οργανώσεων και επίσης μέσω της σαφούς πολιτικής προπαγάνδας.

α) Στους στοιχειώδεις στόχους και στο στοιχειώδη ρόλο της μαζικής οργάνωσης, οι πρώτοι αντικειμενικοί παράγοντες της πολιτικής ανάπτυξης υπάρχουν ήδη στα μέλη της. Αυτό είναι ένα πρώτο πολύ σημαντικό σημείο και αυτό που χαρακτηρίζει τις ενέργειες των μελών της οργάνωσης, αρχίζοντας με τις απλούστερες αποφάσεις. Αυτό συμβαίνει με τα βασικά σημεία των ανοικτών συνελεύσεων, της άμεσης δημοκρατίας, του ομοσπονδισμού, της πρακτικής της ελεύθερης συζήτησης και της πρακτικής παρατήρησης, όσον αφορά τη λειτουργία. Αντίθετα, όταν πρόκειται για τους στόχους, είναι ένα θέμα υπεράσπισης και φυσικής επιβεβαίωσης από το μόνο ενδιαφερόμενο, την εκμεταλλευόμενης τάξης, και της συνολικής της χειραφέτησης από την επιβληθείσα εκμετάλλευση και την εξουσία.

Β) Καθώς οι μαζικές οργανώσεις αποκτούν πολιτική εμπειρία, ανακύπτουν περιπτώσεις πολιτικής αξιολόγησης κάτι που γίνεται έπειτα μέρος της κληρονομιάς των μαζικών οργανώσεων, με τα ισχυρά στοιχεία της αυτονομίας.

Αυτή η πολιτική κληρονομιά πρέπει (υπό το φως της πρακτικής) να διευκρινίσει το ρόλο των δυνάμεων της αντεπανάστασης (διαταξικότητα, σοσιαλδημοκρατία και συνδικαλισμός) και της ανάγκης για ένα αυτόνομο μέτωπο των μαζών που να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά τα οποία είναι ουσιαστικά για να προωθήσουν την όλη διαδικασία, ενώ με βάση την εμπειρία πρέπει επίσης να διευκρινίζεται βαθμιαία η ανάγκη για μια ελευθεριακή σοσιαλιστική επανάσταση εάν πρόκειται να εξαλείψουμε οριστικά την εκμετάλλευση. Τα διδάγματα αυτά πρέπει να γίνουν μαθήματα, επίσης, για τους συντρόφους μας, τα μέλη των μαζικών οργανώσεων, που θα τα μάθουν μέσω της πρακτικής τους - όχι προσωπικά, αλλά μέσω των συλλογικών οργανωτικών προσπαθειών - έτσι ώστε να αποτελούν μέρος της επίσημης πολιτικής κληρονομιάς της οργάνωσης και, τελικά, να γίνουν το πολύτιμο υλικό για τη συνεχή πολιτική εκπαίδευση των μελών της, παλαιών και νέων.

Γ) Η πολιτική οργάνωσή μας δεν έχει καμία εξουσία, πέρα από τις αυτόνομες μαζικές οργανώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσει να προβαίνει στις αξιολογήσεις του. Αυτό μπορεί μόνο να πραγματοποιηθεί μέσω των μαχητών μας οι οποίοι είναι, επίσης, φυσικά μέλη των μαζικών οργανώσεων, και μέσω της προπαγάνδας της ίδιας της οργάνωσης. Ούτε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές οι μαζικές οργανώσεις είναι ιδανικός χώρος μάθησης για τους μελλοντικούς πολιτικούς αγωνιστές, για τους προφανείς λόγους της κοινωνικής θέσης των μελών και της σύνθεσης των μαζικών οργανώσεων.

Οι πολιτικοί αγωνιστές-μέλη των μαζικών οργανώσεων, πρέπει, κατά πρώτον, να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη των σημείων Α) και Β) ανωτέρω και, κατά δεύτερον, να εκφράσουν τις πολιτικές ιδέες τους συνδέοντάς τις με συνέπεια με την εμπειρία της μαζικής οργάνωσης.

Η πολιτική οργάνωση, από την άλλη πλευρά, πρέπει να επιτελέσει αυτήν την εργασία και να επικεντρωθεί σε δύο στόχους ειδικότερα: α) τη βαθμιαία και με συνέπεια ενθάρρυνση της διάδοσης της πολιτικής συνείδησής μας μεταξύ των φυσικών μελών των μαζικών οργανώσεων, με την πειθώ και την επίδειξη και όχι με τον εξαναγκασμό ή την πονηριά και β) την ενθάρρυνση όσο το δυνατόν περισσότερων μελών να προσχωρήσουν στην πολιτική οργάνωση. Μιλήσαμε ήδη προηγουμένως για την ανταλλαγή μεταξύ των πολιτικών και των μαζικών οργανώσεων. Αλλά για να κρίνουμε από αυτά που μόλις είπαμε, φαίνεται ότι το μόνο πρόβλημα που υπάρχει πραγματικά είναι αυτό σχετικά με τη ροή της πολιτικής συνείδησης από τις αναρχικές κομμουνιστικές πολιτικές οργανώσεις στις μαζικές οργανώσεις.

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα, για δύο λόγους: Αρχικά, ο στόχος της πολιτικής οργάνωσης είναι να παράσχει μόνο στις μαζικές οργανώσεις τους καρπούς της ιστορικής συνείδησης του επαναστατικού προλεταριάτου (οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν οποιαδήποτε λεπτομερή γραμμή όσον αφορά τη μετάβαση στην επανάσταση). Πρέπει να είναι ελεύθερες (οι οργανώσεις αυτές) στο να χρησιμοποιήσουν την ιστορική συνείδηση που παρέχεται από την πολιτική οργάνωση και να την συγκρίνουν ελεύθερα με τη δική τους συνείδηση και τις ανάγκες τους ώστε να γίνουν οι καλύτερες δυνατές επιλογές. Οι μαζικές οργανώσεις πρέπει, στην πραγματικότητα, να απολαμβάνουν την αυτόνομη δυνατότητά τους να κάνουν τις πολιτικές τους αξιολογήσεις. Επιπλέον, είναι επίσης ελεύθερες όταν πρόκειται για λειτουργικές αποφάσεις, καθώς δεν έχουν - a priori - καμία θεσμική σύνδεση με την πολιτική οργάνωση. Ο δεύτερος λόγος αφορά το γεγονός ότι η πολιτική οργάνωση πρέπει, επίσης, να είναι σε θέση και πρόθυμη να διδαχθεί από τη μαζική οργάνωση. Κι αυτό επειδή οι πολιτικοί μαχητές δεν είναι το προλεταριάτο - είναι απλώς μέρος του. Ο στόχος τους είναι, επίσης, να συγκρίνουν συνεχώς το περιεκτικό πολιτικό όραμά τους με την τρέχουσα εμπειρία της τάξης (του προλεταριάτου). Ακόμα ένα θεμελιώδες καθήκον της πολιτικής οργάνωσης είναι να κοινοποιήσει και να βοηθήσει στη διάδοση της εμπειρίας των αυτόνομων μαζικών οργανώσεων.

Η ανταλλαγή βρίσκεται στο αξίωμα ο καθένας μαθαίνει από τον άλλο και υποστηρίζει τον άλλο - μέσω των αυτόνομων αποφάσεων - στην έκταση στην οποία κάθε οργάνωση βρίσκει μια ομοιότητα και συμπληρώνει στη συνείδηση και τη γνώση άλλη. Είναι μια ανταλλαγή που και οι δύο οργανώσεις πρέπει να αναπτύξουν με έναν συνεπή τρόπο και κάτι που μπορεί να διακοπεί ή να πάψει να υπάρχει για διάφορους λόγους. Κι αυτό επίσης, επειδή η μαζική οργάνωση οφείλει την ύπαρξή της στους ολοκληρωτικά διαφορετικούς λόγους από εκείνους της πολιτικής οργάνωσης.

Μεταφράστηκε τον Αύγουστο του 2004 και διορθώθηκε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου από το «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», Μελβούρνη, Αυστραλία.