Η αναρχική κομμουνιστική θεωρία και στρατηγική
και η αντι-οργανωτική παρέκκλισηΟι κομμουνιστικές καταβολές του αναρχισμού
Ο αναρχισμός ορίστηκε ως αντιεξουσιαστικός κομμουνισμός κατά την περίοδο της Α’ Διεθνούς, όταν ο Μπακούνιν και η πλειοψηφία των τμημάτων-μελών της οργάνωσης έθεσαν τα θεμέλια της αναρχικής κομμουνιστικής θεωρίας - τον οργανωτικό δυϊσμό, δηλαδή τον ρόλο των μαζών ως την μόνη επαναστατική δύναμη και τον ρόλο της συνειδητής μειοψηφίας ως τον «αφανή οδηγό» που εισέρχεται στην μαζική οργάνωση, την Διεθνή Ένωση Εργαζομένων και την αναρχία ως την ουτοπιστική διεύθυνση μιας ελευθεριακής κοινωνίας ισότητας την οποία και επιζητούμε.
Ο Κάρλο Καφιέρο συνόψισε τον καταφανή κομμουνιστικό χαρακτήρα του αναρχισμού ως ακολούθως:
«δεν είναι αρκετό να δηλώσουμε ότι ο κομμουνισμός είναι κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Ούτε μπορεί κάποιος να είναι κομμουνιστής. Πρέπει να είναι, ακόμα κι αν υπάρχει κίνδυνος να αποτύχει η επανάσταση»... «όταν ονομαστήκαμε κάποτε «κολεκτιβιστές» για να ξεχωρίσουμε από τους ατομικιστές και από τους εξουσιαστές κομμουνιστές, βασικά ήμασταν αντιεξουσιαστές κομμουνιστές και ονομάζοντας τους εαυτούς μας «κολεκτιβιστές» νομίζαμε ότι θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την αντίληψή μας ότι κάθε τι πρέπει να είναι κοινό, χωρίς να υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στα μέσα και στις πηγές της εργασίας και της παραγωγής της συλλογικής εργασίας»... «Δεν μπορεί να είναι κάποιος αναρχικός χωρίς να είναι κομμουνιστής»... «Πρέπει να είμαστε κομμουνιστές, επειδή στον κομμουνισμό μπορεί να επιτευχθεί η πραγματική ισότητα»... »Πρέπει να είμαστε κομμουνιστές επειδή ο λαός που δεν καταλαβαίνει τα κολεκτιβιστικά σοφίσματα, καταλαβαίνει τον κομμουνισμό θαυμάσια»... «Πρέπει να είμαστε κομμουνιστές, επειδή είμαστε αναρχικοί, επειδή αναρχία και κομμουνισμός είναι οι δύο απαραίτητοι όροι της επανάστασης» (1).
Ενώ ο αναρχισμός γεννήθηκε αναμφισβήτητα κομμουνιστικός, είναι αλήθεια ότι η ποινικοποίηση της Διεθνούς από τις κυβερνήσεις της εκείνης της περιόδου οδήγησε σε παρεκκλίσεις της Μπακουνικής θεωρίας, παρεκκλίσεις οι οποίες άφησαν τα σημάδια τους στην ιστορία του αναρχικού κινήματος, πάνω απ’ όλα στο Ιταλικό κίνημα.
Μαζί με την «προπαγάνδα με το παράδειγμα» (propaganda by the deed) - που ήταν μια προσπάθεια να ωθήσει τις μάζες σε εξέγερση και είχε ως αποτέλεσμα να τις αναπληρώσει - ένα άλλο ρεύμα που αναπτύχθηκε και ανατράφηκε ήταν το αντι-οργανωτικό ρεύμα, το οποίο, κατά κάποιο τρόπο, είχε τις ρίζες του στις θεωρίες του Κροπότκιν. Στην πραγματικότητα, στην αναρχο-κομμουνιστική θεωρία του Κροπότκιν, ο στόχος της επαναστατικής δράσης είναι πάντα μια κοινωνία όπου «ο καθένας δίνει ανάλογα με τις ικανότητές του και ο καθένας παίρνει ανάλογα με τις ανάγκες του», με άλλα λόγια, κομμουνισμός. Αλλά ο κομμουνισμός αυτός αντιλαμβάνεται ως μια φυσιολογικά αρμονική κατάσταση στην οποία μπορεί να στραφεί η ανθρωπότητα, ως αποτέλεσμα δύο παράλληλων υποθέσεων: της έμφυτης φυσιολογικής αλληλεγγύης του Ανθρώπου και της ιδέας της βασικής καλοσύνης της ανθρώπινης ψυχής που οδηγεί στην προτίμηση για κάθε μορφή αυθόρμητου. Παραπέρα, από την στιγμή που απελευθερωθεί από την καπιταλιστική κυριαρχία, η επιστημονική πρόοδος (την οποία η καπιταλιστική κυριαρχία χρησιμοποιεί για να κρατά μακριά τον Άνθρωπο από την φύση) θα είναι ο πιθανός παράγοντας της διαμόρφωσης του
κομμουνισμού.
Καθώς ο κομμουνισμός είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανθρώπινης ιστορίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχει επεκταθεί αυθόρμητα ως αποτέλεσμα ορισμένων αναπόφευκτων παραγόντων, όπως οι κλίσεις του Ανθρώπου και οι νόμοι της φύσης, υπάρχει μια συνολική απουσία στον Κροπότκιν κάθε ίχνους πολιτικής στρατηγικής.
Πάντως, για τον Κροπότκιν και τους μιμητές του, κάθε μορφή οργάνωσης, πολιτική ή συνδικαλιστική, πρέπει να απορριφθεί ως τρόπος για να τεθεί σε ένα κανάλι το αυθόρμητο το οποίο ουσιαστικά είναι καλό και αυτόματα οδηγεί στον κομμουνισμό. Για τους αναρχικούς κομμουνιστές, από την άλλη πλευρά, η οργάνωση είναι απαραίτητη για τους αγώνες μας και εγγύηση για το επαναστατικό αποτέλεσμα αυτών των αγώνων.
Για τους αναρχο-κομμουνιστές, η οργάνωση είναι ένα «αστικό» φαινόμενο, το οποίο, με το να συμπυκνώνει τον αυθορμητισμό, μας φέρνει πέρα από το τελικό αποτέλεσμα και εμποδίζει την ανάπτυξη της καλοσύνης της ανθρώπινης φύσης και την τάση της προς μια θετική αυτο-οργάνωση. Καθώς το σπουδαιότερο πράγμα είναι η γνησιότητα της θεωρίας όσον αφορά το αρμονικό της όραμα για τον κόσμο, με άλλα λόγια ο στόχος τον οποίο ο Άνθρωπος επιθυμεί να πετύχει, η ταξική πάλη είναι περισσότερο ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο αναρχο-κομμουνισμός απέχει από το ιστορικό μονοπάτι του αναρχικού κομμουνισμού (που κατανοείται ως θεωρία για την χειραφέτηση των καταπιεσμένων τάξεων και γι’ αυτό συνδέεται αξεχώριστα με την ταξική πάλη) και γίνεται, αντίθετα, μια θεωρία, η οποία ισχύει για τον καθέναν. Αυτό οδηγεί σε μια απόρριψη της ταξικής πάλης, η οποία εκλαμβάνεται ως μια θεωρία που περιορίζεται στο να ισχύει για πάντα, τη οποία βασίζεται στην φιλοδοξία της προσωπικής ελευθερίας κάθε ανθρώπου, μια προφορά που τοποθετείται μόνο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Τότε ξανά αυτοί οι οποίοι βλέπουν την ταξική πάλη μόνο ως ένα χρήσιμο εργαλείο για την χειραφέτηση απογοητεύονται από την βραδύτητα και την ασυνέχεια με την οποία ανταποκρίνεται το εργατικό κίνημα στην έκκληση για κοινωνική δικαιοσύνη, για τη διαρκή ανάγκη να κερδίσουν μέρα με την μέρα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Οι αναρχο-κομμουνιστές αυτού του είδους, είναι, γι’ αυτό, επιρρεπείς σε μια βαθιά δυσπιστία προς τις, αναπόφευκτα, ρεφορμιστικές μάζες, οι οποίες επηρεάζονται από τον οικονομισμό και είναι ανίκανες για ευρύτερα πλεονεκτήματα. Από τη βάση αυτή προέρχονται δύο μορφές πολιτικής συμπεριφοράς. οι οποίες είναι πολύ κοντά μεταξύ τους και συχνά ανακατεύονται, αλλά οι οποίες, πάντως, αντιπροσωπεύουν έναν εκφυλισμό των αρχών του αναρχικού κομμουνισμού.
Στην πρώτη περίπτωση, το μόνο αποτέλεσμα είναι η αδιάκριτη ιδεολογική προπαγάνδα η σχεδιασμένη να κερδίσει περισσότερο κόσμο στις τάξεις μιας θεωρίας, ένα είδος εκπαίδευσης με το οποίο προσδοκάται ότι οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα θα καταλάβουν την εγγενή ομορφιά του ιδανικού.
Στην δεύτερη περίπτωση, η δράση των επαναστατών αντικαθιστά αυτή των μαζών, πιστεύοντας ότι αυτή η ηρωική δράση θα ανάψει την σπίθα της αυθόρμητης εξέγερσης και ότι κάθε δράση, ακόμα και αυτή που δεν αποτελεί μέρος της σχεδιασμένης στρατηγικής, μπορεί να οδηγήσει σε ένα περαιτέρω στάδιο προς έναν αρμονικό κομμουνισμό, απλώς επειδή είναι συνδεδεμένη με τους στόχους και την συνείδηση των επαναστατών. Εάν η επανάσταση πρέπει να είναι ένοπλη και να καταστρέψει το Κράτος, το οποίο εκλαμβάνεται ως το κέντρο της καταπίεσης, τότε αντικειμενικά οι επαναστάτες πρέπει να αναλάβουν ένοπλη δράση ενάντια στο Κράτος τώρα. Ως επακόλουθο, η δεύτερη αυτή παράδοση και ιστορικά περιπλέκεται σε περιπετειώδεις πρακτικές, οι οποίες δεν αποκλείουν απαραίτητα την πιθανότητα της τρομοκρατίας και συνδέεται και με τους προπαγανδιστές της ατομικής δράσης, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν και την απάντηση σε κάθε είδος μαζικής οργάνωσης.
Αρχίζοντας από αυτές τις βάσεις, οι αναρχο-κομμουνιστές επιφορτίζονται, ως συνειδητοί επαναστάτες, με το καθήκον να σπάσουν τα δεσμά της ανθρωπότητας, χωρίς να ενοχλούνται για την διαδικασία της προλεταριακής διάθεσης για γνώση, με την πεποίθηση ότι η πτώση του Κράτους θα προκαλέσει (με καμιά προηγούμενη προετοιμασία) την αυθόρμητη επιβίβαση της απελευθερωμένης ανθρωπότητας στο όχημα για τον κομμουνισμό.
Μετά την παρακμή του αναρχισμού στα τέλη του 19ου αιώνα, σε μια περίοδο περιθωριοποίησης με τις τρομοκρατικές πράξεις, ο αναρχισμός ανακάλυψε ξανά την μαζική του βάση, σε μια σειρά χώρες, διαμέσου του αναρχο-συνδικαλισμού, δηλαδή σε εκείνες τις εργατικές οργανώσεις, οι οποίες έφεραν σιγά-σιγά τον αναρχισμό πίσω στις κομμουνιστικές ρου ρίζες. Και δεν ήταν ευκαιριακές οι ισχυρές αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις (όπως η UGT στην Γαλλία, η FORA στην Αργεντινή, η CNT στην Ισπανία και η USI στην Ιταλία, για να απαριθμήσουμε μερικές γνωστότατες από αυτές) οι οποίες πλαισιώθηκαν από αποφασιστικές αναρχικές κομμουνιστικές οργανώσεις όπως η Ομοσπονδία Επαναστατών Κομμουνιστών στην Γαλλία, η Αναρχική Ομοσπονδία Ιβηρικής στην Ισπανία και η Ένωση Κομμουνιστών Αναρχικών (η οποία αργότερα έγινε Αναρχική Ιταλική Ένωση) στην Ιταλία.
Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια περίληψη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του αναρχικού κομμουνισμού, τα οποία ακόμα και σήμερα μας διακρίνουν από τις άλλες τάσεις του αναρχισμού.
Αναφερόμενοι στην θεωρία του Μπακούνιν, ο αναρχικός κομμουνισμός διακρίνεται ξεκάθαρα ανάμεσα στο ταξικό πολιτικό κίνημα (την επαναστατική μειοψηφία) και στο ταξικό οικονομικό κίνημα (την μαζική οργάνωση).
Η πρώτη οργανώνει όλους εκείνους τους μαχητές σε μια μαζική οργάνωση και οι οποίοι έχουν την ίδια θεωρία, την ίδια πολιτική στρατηγική και μια πολύ καλά αρθρωμένη και ομοιογενή τακτική. Το καθήκον αυτής της οργάνωσης είναι να δράσει ως μια «αποθήκη» της ταξικής μνήμης, από την μια και να επεξεργαστεί, από την άλλη, μια κοινή στρατηγική, με την οποία οι διάφορες στιγμές του αγώνα θα ενωθούν μέσα στα πλαίσια του ταξικού κινήματος, ενώ θα αποτελέσει έναν ωθητικό οδηγό γι’ αυτό. Ο Μπακούνιν, στο γράμμα του προς τους Ιταλούς συντρόφους, έγραφε: «εάν ο καθένας σας δρα σε απομόνωση, μόνο με τις δικές σας πρωτοβουλίες, σίγουρα θα παραμείνετε αδύναμοι. Ενωμένοι, οργανώνοντας τις δυνάμεις σας, άσχετα με το πόσο ελάχιστες είναι, μπορείτε να κάνετε μια αρχή, μέσα σε μια και μόνη συλλογική δράση, εμπνεόμενη από την ίδια ιδέα, τον ίδιο στόχο, την ίδια θέση, τότε θα είστε ορατοί». (2)
Από την άλλη πλευρά, η μαζική οργάνωση είναι εκείνη την οποία μπορεί να χρησιμοποιεί το προλεταριάτο για να προστατεύει τα δικαιώματά του και γι’ αυτό η οργάνωση αυτή είναι ετερόκλιτη, η οποία έχει ως στόχο της την χειραφέτηση της εργατικής τάξης διαμέσου της άμεσης δράσης, της αυτο-οργάνωσης και της οποίας η δράση είναι συνεχής. Ο στόχος της πραγματικά αυτόνομης δράσης είναι η απαλλοτρίωση του κεφαλαίου από τους ενωμένους εργάτες, δηλαδή η επιστροφή στους παραγωγούς και τους συνδέσμους τους όλων αυτών που παράγονται από την εργασία της εργατικής τάξης ανά τους αιώνες. Ο άμεσος στόχος είναι η συνέχιση της ανάπτυξης του πνεύματος της αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργάτες και η αντίσταση ενάντια στους καταπιεστές, το να παραμένει το προλεταριάτο σε μια συνεχή δράση με διάφορες μορφές και το να κατακτά εδώ και τώρα κάθε ελευθερία και πλούτο που μπορεί να αποσπαστεί από τον καπιταλισμό, άσχετα από το πόσο μικρό κι αν είναι.
Ακόμα και από τον πρώτο-πρώτο ορισμό του ρόλου της πολιτικής οργάνωσης και, επίσης, αυτού της μαζικής οργάνωσης, είναι φανερό ότι το καθήκον της αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης δεν είναι κάτι τέτοιο όπως αυτό μιας λενινιστικής οργάνωσης. Η πολιτική αυτή οργάνωση δεν αναγνωρίζεται ανάμεσα στο μαζικό κίνημα ως ένα επίσημο όργανο. Δεν είναι και δεν πρέπει να είναι μια επίσημη και θεσμοθετημένη ηγεσία, η οποία επιβάλλει τις δικές της απόψεις της και προσδοκά να είναι αυτή ο αντιπρόσωπος των «πραγματικών» ταξικών ενδιαφερόντων, στο στυλ των λενινιστών. Απλώς είναι ένας χώρος διαλόγου και επεξεργασίας, όπου οι πολιτικά ομοιογενείς σύντροφοι προετοιμάζονται και οριστικοποιούν τη δράση τους και τις προτάσεις όσον αφορά την ανάλυση και την ιδεολογία τους, χωρίς να περιμένουν πότε αυτές θα γίνουν δεκτές από το μαζικό κίνημα. Είναι απλώς ο χώρος όπου πολιτικά συγγενείς σύντροφοι μπορούν να συζητήσουν ο ένας με τον άλλον, να προετοιμάσουν και να θέσουν τους στόχους της δράσης τους καθώς και τις προτάσεις τους, οι οποίες πρέπει να είναι συνεκτικές.
Γι’ αυτό η αναρχική κομμουνιστική θεωρία προσδίδει στην πολιτική οργάνωση έναν ακριβή ρόλο, αυτόν της «μηχανής» της επαναστατικής διαδικασίας και παίζει το ρόλο του μοναδικού επαναστατικού αντιπροσώπου των μαζών. Με βάση αυτή την αντίληψη όσον αφορά το ρόλο της οργάνωσης είναι που πρέπει να ειδωθεί η διαφορά των προτεραιοτήτων από τους μαρξιστές, από την μια πλευρά, αλλά επίσης και από τις διάφορες παρεκκλίσεις του αναρχικού κομμουνισμού.
Της Adriana Dadà
Σημειώσεις
1. Cafiero C., Anarchia e comunismo. Περίληψη ομιλίας του Κάρλο Καφιέρο στο Συνέδριο της Ομοσπονδίας του Ιούρα. (Στο A. Dada, L’anarchismo in Italia: fra movimento e partito, Milan 1984, p. 187-190).
2. Το ντοκουμέντο αυτό δημοσιεύτηκε από τον Μπακούνιν με την μορφή επιστολής στον Celso Ceretti και αναδημοσιεύτηκε στο παραπάνω βιβλίο της A. Dadà, op. Cit., p. 152-165.
* Το κείμενο αυτό της Adriana Dadà δημοσιεύτηκε αρχικά στα ιταλικά στο παλιό περιοδικό της FdCA (της ιταλικής Ομοσπονδίας Κομμουνιστών Αναρχικών) «Comunismo Libertario» («Ελευθεριακός Κομμουνισμός»), τεύχος 6, Απρίλης 1992, σελίδες 32-33. Η παρούσα μετάφραση έγινε από το αγγλικό κείμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου